Με την παραβολή της κρίσεως που προβάλλει το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Απόκρεω μας υπενθυμίζει η Εκκλησία μας ότι η ζωή αυτή όχι μόνο θα τελειώσει, αλλά και θα ελεγχθεί. Θα᾽ ρθει ο Χριστός στην Δευτέρα Του Παρουσία κι εκεί θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με αυτά που πολιτεύτηκε, σε σχέση μάλιστα με τον συνάνθρωπό του. Στο ίδιο μήκος κύματος όμως βρίσκεται και το αποστολικό ανάγνωσμα. Αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα της Εκκλησίας της Κορίνθου, δηλαδή στη στάση ορισμένων πιστών, οι οποίοι μέσα στα πλαίσια της εν Χριστώ ελευθερίας τους έτρωγαν από τα λεγόμενα ειδωλόθυτα, δηλαδή τα κρέατα από τις ειδωλολατρικές θυσίες, και ενώ γι᾽ αυτούς δεν υπήρχε συνειδησιακό πρόβλημα, αφού δεν υπήρχε κάποια ῾ιερότητα᾽ στα ειδωλόθυτα, προκαλούσαν τη συνείδηση των απλών και ασθενών στη συνείδηση αδελφών, οι οποίοι αδυνατούσαν να δούν τα ειδωλόθυτα ως απλά κρέατα. Έτσι όμως η ελευθερία τους αυτή, λέει ο απόστολος Παύλος, γινόταν αμαρτία με την πρόκλησή τους αυτή, η οποία τελικώς αναφερόταν στον ίδιο τον Κύριο. ῾Αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες την συνείδησιν αυτών ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε᾽. ῾Αμαρτάνοντας απέναντι στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο τον Χριστό.
Ο απόστολος μας πάει σε βαθιά νερά: μας ανοίγει τα μάτια καταρχάς να δούμε τα πραγματικά όρια της αμαρτίας. Διότι μας λέει ότι αμαρτία δεν είναι μόνον ο,τι ευθέως προκαλεί τον άνθρωπο – τον εαυτό μας ή τον συνάνθρωπο – δηλαδή οι βαριές λεγόμενες αμαρτίες: φόνος, ύβρεις, μοιχείες, πορνείες κλπ., αλλά και αυτό που έστω επ᾽ ελάχιστον προκαλεί τη συνείδηση του άλλου, όπως για παράδειγμα μία καλή θεωρούμενη δική μας ενέργεια, η οποία όμως μπορεί να σκανδαλίσει έναν αρχάριο εν Χριστώ αδελφό. Καί πέραν τούτου: αμαρτία είναι, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, και ο,τι μπορεί να τον προκαλέσει και σε επίπεδο λογισμών με τις κατά διάνοιαν λεγόμενες αμαρτίες. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αμαρτία ξεκινά ως λογισμός στη διάνοια κι έπειτα προχωρεί και γίνεται πράξη. Έτσι μπορεί κανείς να βλάπτει τον συνάνθρωπό του – και τον ίδιο τον εαυτό του βεβαίως: ο πρώτος συνάνθρωπος είναι ο ίδιος μας ο εαυτός - από την ώρα που θα δεχθεί και την παραμικρή υποψία ή κακή σκέψη απέναντί του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοί μας, παλαιότεροι και νεώτεροι, επανειλημμένως τόνιζαν τη σημασία των λογισμών που καλλιεργούμε μέσα μας απέναντι στον συνάνθρωπό μας: καλός λογισμός σημαίνει ουσιαστική βοήθεια σ᾽ αυτόν, κακός λογισμός σημαίνει αρνητική ενέργεια που τον ωθεί σε άσχημους ατραπούς. Από την άποψη αυτή λοιπόν η έννοια της αμαρτίας βαθαίνει πάρα πολύ, διότι ανάγεται στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αμαρτάνει είτε λόγω είτε έργω είτε διανοία.
Τα πράγματα ῾σκληραίνουν᾽ ακόμη περισσότερο όμως με την αναγωγή που κάνει ο απόστολος: η όποια αμαρτία μας, ακόμη και η παραμικρότερη, δεν έχει τελικό αποδέκτη τον συνάνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον Χριστό. ῾Εις Χριστόν αμαρτάνετε᾽. Κι αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία δεν κατανοείται σε επίπεδο μόνο οριζόντιο· απλώνεται σε χώρο πέραν της κτιστής πραγματικότητας, στην ίδια τη θεότητα. ῾Σοί μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν Σου εποίησα᾽ ακούμε ήδη από τον ψαλμωδό της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν αμαρτάνουμε λοιπόν δεν καταστρατηγούμε απλώς έναν κανόνα, δεν γίνεται μία παρέκκλιση που είναι επιφανειακή, αλλά χαλάμε τη σχέση μας με τον ίδιο τον Θεό, που θα πεί δεν παθαίνει βεβαίως κάτι ο Θεός από εμάς, αλλά αλλοιώνονται όλες οι δικές μας σχέσεις μαζί κι ο εαυτός μας. ῾Η παραβολή του ασώτου μάλιστα της προηγουμένης Κυριακής με τρόπο ανάγλυφο και συγκλονιστικό μας περιέγραψε τις συνέπειες της αμαρτίας ως απομάκρυνσης από τον Θεό Πατέρα: η απώλεια του εαυτού και ο ίδιος ο θάνατος. ῾῾Ο υιός μου ούτος νεκρός ην...και απολωλός᾽.
Η αναγωγή αυτή, η ταύτιση δηλαδή της αμαρτίας προς τον συνάνθρωπο με την αμαρτία προς τον Χριστό δεν αποτελεί βεβαίως μία αυθαίρετη υπόθεση του αποστόλου Παύλου. ῾Ο απόστολος κινείται απολύτως εκκλησιολογικά και αναφέρεται σ᾽ αυτό που συνιστά τη βάση της ᾽Εκκλησίας: διά του αγίου βαπτίσματος ντυθήκαμε τον Χριστό και γίναμε ζωντανά μέλη του αγίου σώματός Του. ῾῞Οσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε᾽. Συνεπώς ο,τι συμβαίνει στη σχέση μας με τον συνάνθρωπο, όπως και με εμάς τους ίδιους, αναφέρεται στον ίδιο τον Κύριο. Πρόκειται για την ίδια πραγματικότητα για την οποία κάνει λόγο και η παραβολή της Κρίσεως της σημερινής Κυριακής. Κατά τον λόγο του Κυρίου: ῾εφ᾽ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε᾽. Καί ῾εφ᾽ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων ουδέ εμοί εποιήσατε᾽. ῾Ο Χριστός ταυτίζει τον εαυτό Του με εμάς κι αυτό το βλέπουμε να ενεργοποιείται με το μυστήριο του αγίου βαπτίσματος. ῾Η θετική ή η αρνητική στάση μας λοιπόν έναντι του κάθε συνανθρώπου μας, και μάλιστα τον χριστιανό, αντανακλά ακριβώς στον ῎Ιδιο. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι το μόνο που μας δικαιώνει απέναντί Του είναι η στάση της αγάπης μας έναντι του συνανθρώπου μας, γιατί Αυτός είναι αγάπη.
Καί πράγματι: η αμαρτία στο οποιοδήποτε επίπεδό της σημαίνει την έλλειψη της πίστης και της αγάπης. ῾Παν ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί᾽ θα πεί ο απόστολος, και ῾πίστις δι᾽ αγάπης ενεργουμένη᾽. Προκαλούμε τον άλλον δηλαδή και αμαρτάνουμε απέναντί του διότι ακριβώς δεν τον αγαπούμε. Καί δεν τον αγαπούμε γιατί δεν έχουμε Θεό μέσα μας που μας δίνει τα μάτια να βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ως συνέχεια ᾽Εκείνου: η αμαρτία ως άρνηση της αγάπης φανερώνει την πνευματική μας τύφλωση. Κι αυτό θα πεί: στον βαθμό που αρχίζουμε να αγαπάμε σταματάμε και να αμαρτάνουμε. ῞Ο,τι κάνουμε εν αγάπη έστω κι αν φαίνεται αρνητικό, τελικώς λειτουργεί υπέρ του άλλου και υπέρ ημών. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, με τον τρόπο αυτό ενεργοποιείται η χάρη του Θεού, η οποία μόνο στην αγάπη βρίσκει το πρόσφορο έδαφος παρουσίας και αναπτύξεώς της.
Κριτήριο λοιπόν της στάσης του χριστιανού έναντι του συνανθρώπου του είναι η αγάπη και μόνον αυτή. Μπορεί ο χριστιανός να ζεί και να αναπνέει ελεύθερα, διότι ῾επ᾽ ελευθερία εκλήθη᾽, η ελευθερία του όμως αυτή περιορίζεται από την αγάπη του. Μία ελευθερία χωρίς αγάπη αποτελεί επικάλυμμα κακίας, την οποία καταδικάζει ο λόγος του Θεού (πρβλ. Α´ Πετρ. 2, 16). ᾽Ελευθερία και αγάπη λοιπόν συνυπάρχουν και καμμία δεν υφίσταται χωρίς την άλλη, αν θεωρηθούν χριστιανικά. ᾽Εδώ συνεπώς κατανοούμε αυτό που λέει ο απόστολος στους Κορινθίους: πως μπορεί η ελευθερία σας να μη λαμβάνει υπόψη τη συνείδηση των ασθενών αδελφών σας; Είναι σα να μη λειτουργείτε με αγάπη. ῾Βλέπετε μήπως η εξουσία υμών πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν᾽. Προσέξτε μήπως το ελεύθερο δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη.
Δεν μπορούμε να αμαρτάνουμε με ελαφριά τη συνείδηση. ῾Η αμαρτία έχει άμεση σχέση με τον Θεό και συνεπώς όταν τη διαπράττουμε διακυβεύουμε το αιώνιο μέλλον μας. Δυστυχώς η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ελαφρότητα αυτή, γι᾽ αυτό και υπάρχουν τόσες ανισορροπίες, τόσες μελαγχολίες, τόσες φοβίες, τόσες διαμάχες. ῾Η μόνη λύση είναι να ενεργοποιούμε ως χριστιανοί καθημερινώς την αυτοσυνειδησίας μας, να νιώθουμε με τη χάρη του Θεού ότι είμαστε μέλη Χριστού, να βλέπουμε τον Χριστό στο πρόσωπο του άλλου. Αυτό σημαίνει όμως διαρκή αγώνα μετανοίας, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλείο της Σαρακοστής που ζούμε στην ᾽Εκκλησία μας. Διότι Σαρακοστή σημαίνει κλήση για μετάνοια.

