Κάποτε ένας μοναχός έπεσε σε ένα βαρύ παράπτωμα. Έγινε σύναξη στο μοναστήρι για να τον διώξουν. Κάλεσαν και τον Άγιο Μωυσή τον Αιθίοπα που έμενε έξω από το μοναστήρι σε ένα καλύβι. Ο Άγιος δεν ήθελε να πάει. Οι μοναχοί τον πίεσαν, εξηγώντας του γιατί τον ήθελαν.
Η σύναξη ξεκίνησε. Οι μοναχοί είδαν τότε τον Άγιο να έρχεται κουβαλώντας στον ώμο του ένα ζεμπίλι με άμμο. Το ζεμπίλι ήταν τρύπιο και η άμμος έπεφτε κάτω σιγά - σιγά. Οι μοναχοί απόρησαν και ρώτησαν τον Άγιο γιατί έκανε αυτό το πράγμα.
Τότε ο Άγιος τους είπε:
- Γιατί στους ώμους μου έχω τις αμαρτίες μου φορτωμένες. Δεν τις βλέπω όμως, γιατί πέφτουν κάτω. Βλέπω όμως τις αμαρτίες των άλλων, που είναι μπροστά μου.
Οι μοναχοί κατάλαβαν τι ήθελε να πει ο Άγιος και συγχώρεσαν τον αδελφό τους που έσφαλε κι αποφάσισαν να αγωνιστούν εναντίον της κατάκρισης.