Κούτσουρο μπήκες και κούτσουρο βγήκες | Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης
Κάποτε, ξεκίνησε ένα πνευματικό του παιδί να πάει στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί και μετά να δει τον Γέροντα. Έφαγε ένα σάντουιτς στον δρόμο, έφτασε στον ναό, μπήκε μέσα και ασπάστηκε μηχανικά τις εικόνες. Ο ιερέας ήταν μέσα στο Ιερό απασχολημένος.
Σκέφτηκε: «Δεν θα περιμένω». Και έφυγε.
Έφτασε στο Παγκράτι, όπου έμενε τότε ο Γέροντας.
- Ήλθες; του είπε. Καλώς τον. Κάτσε. Έφαγες κανένα σάντουιτς τώρα πού ερχόσουν; - Ναι, Γέροντα, απάντησε ο άλλος χαμογελώντας. - Και ποιόν βρήκες στον δρόμο σου; Με ποιόν μίλησες; - Γέροντα, με ποιόν; - Καλά, θα σου πω εγώ με ποιόν συναντήθηκες. Με κανέναν δεν συναντήθηκες. Κι εκεί πού πήγες, κούτσουρο μπήκες και κούτσουρο βγήκες. Γιατί βρε; - Γέροντα, τί έπρεπε να κάνω; - Έπρεπε να μπεις στο Ιερό, να του βάλεις μετάνοια και μετά να φύγεις.
Σκέφτηκε: «Δεν θα περιμένω». Και έφυγε.
Έφτασε στο Παγκράτι, όπου έμενε τότε ο Γέροντας.
- Ήλθες; του είπε. Καλώς τον. Κάτσε. Έφαγες κανένα σάντουιτς τώρα πού ερχόσουν; - Ναι, Γέροντα, απάντησε ο άλλος χαμογελώντας. - Και ποιόν βρήκες στον δρόμο σου; Με ποιόν μίλησες; - Γέροντα, με ποιόν; - Καλά, θα σου πω εγώ με ποιόν συναντήθηκες. Με κανέναν δεν συναντήθηκες. Κι εκεί πού πήγες, κούτσουρο μπήκες και κούτσουρο βγήκες. Γιατί βρε; - Γέροντα, τί έπρεπε να κάνω; - Έπρεπε να μπεις στο Ιερό, να του βάλεις μετάνοια και μετά να φύγεις.