Πρέπει να πάω, εκεί με θέλει ο Θεός | Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Έδωσε όμως ο Θεός και τα βάσανα του έξω από το μοναστήρι φάνηκε να παίρνουν τέλος. Παντρεύτηκε η αδερφή του η Αναστασία. Και το 1951, Νοέμβρη μήνα, έβαλε πλώρη για το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ του Γέροντα, στην Εύβοια.
Το μοναστήρι τούτο, ιδρυμένο το δέκατο έκτο αιώνα από τον όσιο Δαβίδ το Γέροντα, βρίσκεται πολύ πάνω από το παραθαλάσσιο χωριό Ροβιές, ψηλά στον ορεινό όγκο του Ξηρού όρους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 500 μέτρων, νότια υψώνεται η κορυφή Καβαλάρης και βόρεια υπάρχει μεγάλη ρεματιά, πάνω από την οποία είναι και το μικρό χωριό Δρυμώνας.
Από μικρό παιδί άκουγε για το μοναστήρι τούτο και για τον όσιο Δαβίδ. Η περιοχή όλη, από το Μαντούδι μέχρι την Αιδηψό, τον είχε προστάτη τον όσιο Δαβίδ. Και όλοι στη μνήμη του, 1η του Νοέμβρη, πήγαιναν ποδαρόδρομο ν' ανάψουν το κεράκι τους και να προσευχηθούν. Έτσι μάθανε από τους ντόπιους και οι λιβισιανοί πρόσφυγες.
Βέβαια, πολύ συχνά πέρναγε από το μυαλό του νεαρού Ιάκωβου και ο Πανάγιος Τάφος, τα Ιεροσόλυμα. Ήταν όμως κάτι πολύ μακρινό, άπιαστο για κείνον. Φτωχός καθώς ήτανε, δεν μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τούς Αγίους Τόπους. Και θυμότανε πάντα εκείνα πού του έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα του, ότι εκεί ασκητέψανε πρόγονοι του... ο Δημήτριος με τον Ηλία γίνανε και φύλακες του Παναγίου Τάφου! Αλλά τώρα, για δέκα χρόνια και πλέον, το μυαλό του έτρεχε συνέχεια στον Όσιο Δαβίδ, τον όποιο είχε προσκυνήσει μερικές φορές, φτάνοντας εκεί ποδαρόδρομο. Άλλωστε για οποιαδήποτε απόφαση ένιωθε ότι πρέπει να πάρει την ευλογία του οσίου Δαβίδ.
Ξεκίνησε, λοιπόν, πριν ξημερώσει από τη Φαράκλα. Περπάτησε από δρόμους και σκιερά μονοπάτια. Μέχρι τη Λίμνη ο δρόμος υποφερτός. Από κει κι έπειτα μονοπάτια κακοτράχαλα. Λίγο πριν το μεσημέρι έφτασε. Πλησιάζοντας, τον έπιασε απελπισία και παράπονο. Γίδια και πρόβατα σταλίζανε δω και κει, στην είσοδο της Μονής και γύρω της. Εγκατάλειψη και αδιαφορία. Οι τσοπάνηδες διαφεντεύανε το χώρο μέσα κι έξω. Κάποιοι από αυτούς κοιμόσανε κιόλας με τις οικογένειες τους μέσα στη Μονή, σε κάτι άθλια κελιά. Τίποτε δε στεκότανε στη θέση του. Τα κτίρια τα είχανε χρησιμοποιήσει παλαιότερα οι αντάρτες για νοσοκομείο και δεν τα φρόντισαν καθόλου. Τρεις μοναχοί, πού ζούσανε κει, φαινόσανε παραδομένοι στον άθλιο κατήφορο της Μονής. Ζούσανε ιδιόρρυθμα. Ο καθένας φρόντιζε για τον εαυτό του, το φαί του, το ντύσιμο του... Όσο για τις Ακολουθίες... η κατάσταση απελπιστική! Ο γερο-Ευθύμιος μόνο είχε συναίσθηση της ιδιότητάς του. Οι άλλοι δύο μοναχοί, Άνθιμος και Μακάριος... αλλού βρέχει.
Οι δύο τούτοι μοναχοί και οι τσοπάνηδες, με άλλους πολλούς παράγοντες, φροντίσανε ν' αποθαρρύνουν τον Ιάκωβο. Όλοι τον κακοπήρανε και του κακοφερθήκανε. Δεν ζητούσε πολυτέλεια ο Ιάκωβος, μα τον έβαλαν σε άθλιο κελί, με κεραμίδια πού τρέχανε, πόρτα σπασμένη και σκεπάσματα καταξεσκισμένα. Του μιλούσανε άσχημα, τον περιφρονούσαν, δεν του δίνανε φαγητό, του λέγανε καθαρά φύγε! Και ο νέος ηγούμενος, ο Νικόδημος Θωμάς, πού μόλις είχε αναλάβει την ηγουμενία, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, γιατί έμενε μόνιμα στη Λίμνη, όπου ήταν κι εφημέριος.
Έτσι, μια μέρα, πολύ χειμωνιάτικη, πού ήρθε και η αδερφή του Αναστασία να τον ιδεί, τον έπεισε να γυρίσουνε στο χωριό τους. Εκείνη, βέβαια, ήθελε τον αδερφό της κοντά της. Του έλεγε να μονάσει στο σπίτι τους ή κάπου κοντά. Ο Ιάκωβος τα άκουγε όλα, τα έβλεπε όλα και αναπαμό η ψυχή του δεν είχε. Το σπίτι στη Φαράκλα δεν τον χωρούσε πλέον, τον έπνιγε! Το μοναστήρι κατάντησε άντρο ασυνείδητων, τον έδιωχναν για να μην τον σκοτώσουν! Διέξοδος για τον Ιάκωβο δε φαινόταν. Όμως έπρεπε να βρεθεί.
Το ένιωθε μέσα του ότι έπρεπε να βρεθεί λύση. Αλλιώς, τί νόημα θα 'χε η κλήση, πού φύτεψε στη ν καρδιά του ο Θεός; Αφού η κλήση για το μοναχισμό ήτανε τόσο σίγουρη και βαθιά, έπρεπε με κάθε του θυσία ν' αποφασίσει κάτι. Μπροστά του είχε το κελί του σπιτιού, πού τον έπνιγε, και το βρώμικο μοναστήρι, πού απειλούσε ακόμα και να τον σκοτώσει!
Προσευχήθηκε ώρες ατέλειωτες και νύχτες πολλές. Έκανε χιλιάδες μετάνοιες. Νήστεψε υπεράνθρωπα. Εβδομάδα ολόκληρη δεν έβαλε ούτε ψίχουλο. Κοιμότανε καταγής, πράγμα πού το συνήθιζε. Αγρύπνησε πολλές φορές και στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Τέλος, πήρε την ηρωική απόφαση. Όλα θα τ' αψηφήσει. Ας είναι άντρο ασυνείδητων, ας είναι κόλαση το μοναστήρι: -Πρέπει να πάω, εκεί με θέλει ο Θεός!
Το μοναστήρι τούτο, ιδρυμένο το δέκατο έκτο αιώνα από τον όσιο Δαβίδ το Γέροντα, βρίσκεται πολύ πάνω από το παραθαλάσσιο χωριό Ροβιές, ψηλά στον ορεινό όγκο του Ξηρού όρους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 500 μέτρων, νότια υψώνεται η κορυφή Καβαλάρης και βόρεια υπάρχει μεγάλη ρεματιά, πάνω από την οποία είναι και το μικρό χωριό Δρυμώνας.
Από μικρό παιδί άκουγε για το μοναστήρι τούτο και για τον όσιο Δαβίδ. Η περιοχή όλη, από το Μαντούδι μέχρι την Αιδηψό, τον είχε προστάτη τον όσιο Δαβίδ. Και όλοι στη μνήμη του, 1η του Νοέμβρη, πήγαιναν ποδαρόδρομο ν' ανάψουν το κεράκι τους και να προσευχηθούν. Έτσι μάθανε από τους ντόπιους και οι λιβισιανοί πρόσφυγες.
Βέβαια, πολύ συχνά πέρναγε από το μυαλό του νεαρού Ιάκωβου και ο Πανάγιος Τάφος, τα Ιεροσόλυμα. Ήταν όμως κάτι πολύ μακρινό, άπιαστο για κείνον. Φτωχός καθώς ήτανε, δεν μπορούσε να ταξιδέψει, να γνωρίσει τούς Αγίους Τόπους. Και θυμότανε πάντα εκείνα πού του έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα του, ότι εκεί ασκητέψανε πρόγονοι του... ο Δημήτριος με τον Ηλία γίνανε και φύλακες του Παναγίου Τάφου! Αλλά τώρα, για δέκα χρόνια και πλέον, το μυαλό του έτρεχε συνέχεια στον Όσιο Δαβίδ, τον όποιο είχε προσκυνήσει μερικές φορές, φτάνοντας εκεί ποδαρόδρομο. Άλλωστε για οποιαδήποτε απόφαση ένιωθε ότι πρέπει να πάρει την ευλογία του οσίου Δαβίδ.
Ξεκίνησε, λοιπόν, πριν ξημερώσει από τη Φαράκλα. Περπάτησε από δρόμους και σκιερά μονοπάτια. Μέχρι τη Λίμνη ο δρόμος υποφερτός. Από κει κι έπειτα μονοπάτια κακοτράχαλα. Λίγο πριν το μεσημέρι έφτασε. Πλησιάζοντας, τον έπιασε απελπισία και παράπονο. Γίδια και πρόβατα σταλίζανε δω και κει, στην είσοδο της Μονής και γύρω της. Εγκατάλειψη και αδιαφορία. Οι τσοπάνηδες διαφεντεύανε το χώρο μέσα κι έξω. Κάποιοι από αυτούς κοιμόσανε κιόλας με τις οικογένειες τους μέσα στη Μονή, σε κάτι άθλια κελιά. Τίποτε δε στεκότανε στη θέση του. Τα κτίρια τα είχανε χρησιμοποιήσει παλαιότερα οι αντάρτες για νοσοκομείο και δεν τα φρόντισαν καθόλου. Τρεις μοναχοί, πού ζούσανε κει, φαινόσανε παραδομένοι στον άθλιο κατήφορο της Μονής. Ζούσανε ιδιόρρυθμα. Ο καθένας φρόντιζε για τον εαυτό του, το φαί του, το ντύσιμο του... Όσο για τις Ακολουθίες... η κατάσταση απελπιστική! Ο γερο-Ευθύμιος μόνο είχε συναίσθηση της ιδιότητάς του. Οι άλλοι δύο μοναχοί, Άνθιμος και Μακάριος... αλλού βρέχει.
Οι δύο τούτοι μοναχοί και οι τσοπάνηδες, με άλλους πολλούς παράγοντες, φροντίσανε ν' αποθαρρύνουν τον Ιάκωβο. Όλοι τον κακοπήρανε και του κακοφερθήκανε. Δεν ζητούσε πολυτέλεια ο Ιάκωβος, μα τον έβαλαν σε άθλιο κελί, με κεραμίδια πού τρέχανε, πόρτα σπασμένη και σκεπάσματα καταξεσκισμένα. Του μιλούσανε άσχημα, τον περιφρονούσαν, δεν του δίνανε φαγητό, του λέγανε καθαρά φύγε! Και ο νέος ηγούμενος, ο Νικόδημος Θωμάς, πού μόλις είχε αναλάβει την ηγουμενία, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, γιατί έμενε μόνιμα στη Λίμνη, όπου ήταν κι εφημέριος.
Έτσι, μια μέρα, πολύ χειμωνιάτικη, πού ήρθε και η αδερφή του Αναστασία να τον ιδεί, τον έπεισε να γυρίσουνε στο χωριό τους. Εκείνη, βέβαια, ήθελε τον αδερφό της κοντά της. Του έλεγε να μονάσει στο σπίτι τους ή κάπου κοντά. Ο Ιάκωβος τα άκουγε όλα, τα έβλεπε όλα και αναπαμό η ψυχή του δεν είχε. Το σπίτι στη Φαράκλα δεν τον χωρούσε πλέον, τον έπνιγε! Το μοναστήρι κατάντησε άντρο ασυνείδητων, τον έδιωχναν για να μην τον σκοτώσουν! Διέξοδος για τον Ιάκωβο δε φαινόταν. Όμως έπρεπε να βρεθεί.
Το ένιωθε μέσα του ότι έπρεπε να βρεθεί λύση. Αλλιώς, τί νόημα θα 'χε η κλήση, πού φύτεψε στη ν καρδιά του ο Θεός; Αφού η κλήση για το μοναχισμό ήτανε τόσο σίγουρη και βαθιά, έπρεπε με κάθε του θυσία ν' αποφασίσει κάτι. Μπροστά του είχε το κελί του σπιτιού, πού τον έπνιγε, και το βρώμικο μοναστήρι, πού απειλούσε ακόμα και να τον σκοτώσει!
Προσευχήθηκε ώρες ατέλειωτες και νύχτες πολλές. Έκανε χιλιάδες μετάνοιες. Νήστεψε υπεράνθρωπα. Εβδομάδα ολόκληρη δεν έβαλε ούτε ψίχουλο. Κοιμότανε καταγής, πράγμα πού το συνήθιζε. Αγρύπνησε πολλές φορές και στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Τέλος, πήρε την ηρωική απόφαση. Όλα θα τ' αψηφήσει. Ας είναι άντρο ασυνείδητων, ας είναι κόλαση το μοναστήρι: -Πρέπει να πάω, εκεί με θέλει ο Θεός!