Προσευχές

[Προσευχές] [bsummary]

Αγιοι Πατερες - Διδασκαλιες

[Άγιοι Πατέρες - Διδασκαλίες] [twocolumns]

Ορθοδοξοι Προορισμοι

[Ορθόδοξοι Προορισμοί] [bleft]

Ψυχωφελη

[Ψυχωφελή] [twocolumns]

Ερμηνεία εις τον κανόνα της εορτής των Θεοφανείων

Τροπάριον.
Τον ρύπον ο σμήχων των ανθρώπων, τούτοις καθαρθείς εν Ιορδάνη, οις θελήσας ωμοτώθη ο ην μείνας, τους εν σκότει φωτίζει Κύριος· ότι δεδόξασται.

Ερμηνεία.
Ο Κύριος, λέγει, ο οποίος καθαρίζει και αποπλύνει τον μολυσμόν της αμαρτίας των ανθρώπων, αυτός σήμερον εκαθαρίσθη εις τον Ιορδάνην ποταμόν διά του Βαπτίσματος. Τίνος χάριν; Διά τούτους τους ανθρώπους, με τους οποίους θεληματικώς ωμοιώθη κατά φύσιν γενόμενος άνθρωπος, μη τραπείς κατά την Θεότητα, αλλά μείνας εκείνο όπου ήτον: ήτοι τέλειος Θεός· όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Ο μεν γαρ (Χριστός) αυτοκάθαρσις ην, και ουκ εδείτο καθάρσεως, αλλά σοι (διά σε) καθαίρεται, ώσπερ και σαρκοφορεί, άσαρκος ων» (Λόγος εις το Βάπτισμα). Ου μόνον δε σμήχει ο Χριστός και καθαρίζει, αλλά και φωτίζει· καθαρίζει μεν γαρ, το θείον προβαλλόμενος ύσσωπον, και υπέρ χιόνα λευκαίνων τους το θείον λαμβάνοντας Βάπτισμα· περί ων και ο Δαβίδ παρεκάλει πρότερον λέγων· «Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι· πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλ. ν´ 9). Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος λουτρόν ονομάζει το Βάπτισμα, ως έκπλυσιν (Λόγος περί Βαπτίσματος). Φωτίζει δε πάλιν ο Χριστός, διότι αυτός κατά τον Ιωάννην (α´ 9) είναι το φως το αληθινόν, το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον Κόσμον, όχι εις τον αισθητόν και υλικόν κόσμον, αλλ᾿ εις τον νοητόν εκείνον των αρετών· διά τούτο πάλιν ο Θεολόγος Γρηγόριος φώτισμα ονομάζει το Βάπτισμα (Λόγος περί Βαπτίσματος). Όρα όμως, αγαπητέ, ότι πρώτον καθαρίζει ο Κύριος, και δεύτερον φωτίζει· καθαρίζει γαρ πρώτον τον άνθρωπον από τα πάθη διά της εργασίας των εντολών, και δεύτερον φωτίζει τον κεκαθαρμένον διά της ελλάμψεως και του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Καί καθώς οι γανόνοντες τα χάλκινα αγγεία, πρώτον καθαρίζουσιν αυτά από τον μολυσμόν όπου έχουσιν, έπειτα λαμπρύνουσιν αυτά με το γάνωμα· ούτω και ο Θεός, πρώτον καθαρίζει την καρδίαν και τον νούν, και έπειτα λαμπρύνει αυτά με το φως της θείας του χάριτος. Ώστε όποιος αγαπά να φωτισθή εκ Θεού, πρώτον πρέπει να καθαρισθή από τα πάθη διά των θεουργών εντολών «Ου γαρ κάθαρσις, εκεί έλλαμψις· (λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος Λόγος εις τα Φώτα) άνευ γαρ του πρώτου το δεύτερον ου δίδοται» ει δε προ του να καθαρισθή τινάς ζητεί να φωτισθή, μάτην και ανωφελώς κοπιάζει.

Τροπάριον.
Στειρεύουσα πριν, ητεκνωμένη δεινώς σήμερον, ευφραίνου Χριστού Εκκλησία· δι᾿ ύδατος και Πνεύματος, Υιοί γαρ σοι γεγέννηνται, εν πίστει ανακράζοντες· Ουκ έστιν Άγιος ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος, πλην σου Κύριε.

Ερμηνεία.
Την υπόθεσιν της τρίτης Ωιδής, ήτις ήτον η Προφήτις Άννα η στείρα ούσα πρότερον, ύστερον δε γενομένη πολύτεκνος, σμίγων ο θείος Μελωδός με την εορτήν των Φώτων, επιστρέφει προς την εξ Εθνών Εκκλησίαν, και λέγει προς αυτήν· ω Εκκλησία του Χριστού, η πρώην στείρα και δεινώς ητεκνωμένη: ήτοι η πολλά άτεκνος, συ ευφραίνου και αγάλλου σήμερον κατά την παρούσαν εορτήν των Φώτων. Διά τι; Επειδή πολλά τέκνα εγεννήθησαν εις εσέ διά του ύδατος και του Πνεύματος: ήτοι διά μέσου του Αγίου Βαπτίσματος του εξ ύδατος συνισταμένου και Πνεύματος· γέννησις γαρ ονομάζεται και το Άγιον Βάπτισμα· διότι είπεν ο Κύριος προς τον Νικόδημον· «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ιω. γ´ 5)· και πάλιν· «Το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος Πνεύμά εστι» (αυτόθι 6). Εγεννήθησαν δε Υιοί εις εσέ την πριν στείραν όλοι διορατικοί και προφητικοί, καθώς ήτον ο Σαμουήλ· ούτοι δε είναι οι βαπτισθέντες χριστιανοί, οι οποίοι με πίστιν ανακράζουσιν εις τον τούτους πνευματικώς γεννήσαντα Χριστόν· «Ουκ έστιν Άγιος, ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος πλην σου Κύριε».

Σημείωσαι δε, ότι το ρητόν τούτο του Ειρμού ερανίσθη ο Μελωδός από τον Προφήτην Ησαίαν λέγοντα· «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα· ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα, ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον (της εξ Εθνών Εκκλησίας), ή της εχούσης τον άνδρα (της Ιουδαικής Συναγωγής)» (Ησ. νδ´ 1). Αλλά και η Προφήτις Άννα η Ποιήτρια της Ωιδής ταύτης εις τύπον είναι της εξ Εθνών Εκκλησίας κατά τον Θεοδώριτον, η δε Φενάννα, εις τύπον της Συναγωγής των Ιουδαίων. Η εξ Εθνών λοιπόν Εκκλησία εγέννησεν επτά: ήτοι πολλά· επειδή ο επτά αριθμός παρά τη θεία Γραφή είναι δηλωτικός πλήθους, και σημαίνει την πολυγονίαν της του Χριστού Εκκλησίας, κατά τον αυτόν Θεοδώριτον· η δε Συναγωγή των Εβραίων πολύτεκνος ούσα πρότερον, τώρα έγινε πάντη στείρα και άτεκνος· όθεν επληρώθη το της Άννης λόγιον το λέγον· «Η Στείρα έτεκεν επτά, και η πολλή εν τέκνοις ησθένησε» (α´ Βασιλ. β´ 5). Ο δε Θεοδώριτος ούτως ερμηνεύει το ανωτέρω ρητόν του Ησαίου· «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα· ου γαρ έτικτεν η Εκκλησία πάλαι, τη δε των ειδώλων δουλεία προσήδρευε· ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα· τέθεικε το «ρήξον» επί της βιαίας γεννήσεως, ωσαύτως δε και το «βόησον»· φασί γαρ τας μαίας παρακελεύεσθαι ταίς δυστοκούσαις και βιάζεσθαι και βοάν· το δε «ευφράνθητι» επί της παρ᾿ ελπίδα δωρηθείσης πολυπαιδίας τέθεικε· εναντίον δε πως είναι δοκεί το «ρήξον και ευφράνθητι»· αμφότερα δ᾿ όμως συνέβη· και γαρ παρ᾿ ελπίδα γεγένηκε· τοιαύται γαρ του Παναγίου Πνεύματος αι ωδίνες».

Τα αυτά σχεδόν λέγει και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος ερμηνεύων το ρητόν τούτο, παρά του οποίου φαίνεται ότι τα ερανίσθη ο Θεοδώριτος· ούτω γαρ φησίν· «Ιδού προστέτακται ρήξαί τε και βοήσαι· έθος δε τούτο δραν ταίς επί δίφρω και τικτούσαις γυναιξίν, ας δη φασί παροτρύνειν τας μαίας έντονόν τι και τορόν αναβοάν, ιν᾿ εκθλίβοιτο της μήτρας το βρέφος, ευρυνομένου του σπλάγχνου προς την βοήν· τούτο, οίμαι, εστί το «ρήξον και βόησον». Άρξαι δη ούν του τίκτειν, φησί, και ως ωδίνουσα πολλούς δίδου συχνώς την ταίς τικτούσαις αεί πρέπουσαν βοήν· ως εσομένη δε Μήτηρ αναριθμήτων λαών ευφροσύνην δέχου την πνευματικήν… Έθος μεν ούν τη θεοπνεύστω Γραφή έρημον αποκαλείν την χήραν. Εχήρευσε δε των Εθνών η πληθύς· ου γαρ επλούτει την κοινωνίαν την προς τον σπορέα λόγον· επειδή δε παρεδέξατο τον εξ Ουρανού Νυμφίον, πολλά γέγονεν αυτής τα τέκνα μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα».

Τροπάριον.
Μεγάλη φωνή, εν τη ερήμω βοά Πρόδρομος· Χριστού ετοιμάσατε οδούς, και τρίβους του Θεού ημών, ευθείας απεργάσασθε, εν πίστει ανακράζοντες· Ουκ έστιν Άγιος, ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος, πλην σου Κύριε.

Ερμηνεία.
Από το βιβλίο του Προφήτου Ησαίου ερανίσθη ο Μελωδός το Τροπάριον τούτο· λέγει γαρ εκείνος εκεί· «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω· ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους του Θεού ημών» (Ησ. μ´ 3). Όθεν ούτως αρχίζει· ο του Κυρίου μέγιστος Πρόδρομος, η μεγάλη και υψηλοτάτη και εξάκουστος φωνή του Θεού Λόγου, βοά εις του λαούς εν τη ερήμω του Ιορδάνου και λέγει· ετοιμάσατε, ω λαοί, ετοιμάσατε την στράταν του Χριστού: ήτοι έτοιμοι γίνεσθε εις την ευαγγελικήν πολιτείαν, καθώς ερμηνεύει ο Θεοφύλακτος· οδός γαρ το Ευαγγέλιον λέγεται· ευθείας κάμετε τας τρίβους του Θεού ημών: ήτοι τας του παλαιού Νόμου εντολάς αναδείξατε πνευματικάς· επειδή το Πνεύμα το Άγιον ευθές είναι· τα δε του Νόμου προστάγματα λέγονται τρίβοι, ως τετριμμένα και παλαιά, κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον.

Σημείωσαι, ότι το «μεγάλη φωνή» δύναται να νοηθή και εις δοτικήν κατ᾿ έλειψιν της εν προθέσεως ούτω· ο Πρόδρομος βοά εν μεγάλη φωνή. Πού δε βοά; Εν τη ερήμω της Ιουδαίας· ούτω γαρ ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει· «Εν δε ταίς ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της Ιουδαίας» (Ματθ. γ´ 1). Καί μολονότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει, ότι ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύσσων Βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών (Λουκ. γ´ 3)· μ᾿ όλον τούτο πιθανόν είναι να ήτον και έρημοι τόποι μεταξύ της περιχώρου του Ιορδάνου, όπου οι όχλοι ερχόμενοι ήκουον το κήρυγμα του Ιωάννου· όθεν λέγει ο Ματθαίος· «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου» (Ματ. γ´ 5). Ο δε Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ότι επειδή το ρήμα (το πρόσταγμα) Κυρίου εγένετο εν τη ερήμω προς Ιωάννην, ως λέγει ο Λουκάς, «Εγένετο ρήμα Θεού επί Ιωάννην τον του Ζαχαρίου Υιόν εν τη ερήμω» (Λουκ. γ´ 2), εκ τούτου λέγεται καταχρηστικώς, ότι εκήρυττε το κήρυγμα του εν τη ερήμω. Ει δε θέλει να νοήση τινάς έρημον τους ερήμους όντας ανθρώπους πάσης θεογνωσίας και αγαθοεργίας, αρμόζει να νοήση περί των ανθρώπων το «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Ο δε Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός λέγει εν τη ερμηνεία του κατά Ματθαίον· «Δύο ερήμους νοούμεν, μίαν την ενδοτέραν, αφ᾿ ης ήλθεν ο Ιωάννης, και εν η εγένετο προς αυτόν το ρήμα Κυρίου κατά τον Λουκάν· δευτέραν δε την περί τον Ιορδάνην, εφ᾿ ην εξήλθεν, ην ο Ματθαίος έρημον της Ιουδαίας ωνόμασεν, ο δε Λουκάς, περίχωρον του Ιορδάνου».

Τροπάριον.
Ρυπτόμενον ήλιον τις είδεν, ο Κήρυξ βοά, τον έκλαμπρον τη φύσει; ίνα σε ύδασιν απαύγασμα της δόξης, Πατρός χαρακτήρ αιδίου εκπλύνω, και χόρτος ων, πυρί ψαύσω της σης Θεότητος; Συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.

Ερμηνεία.
Εκ μέρους του Βαπτιστού Ιωάννου προσφέρει ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον, και λέγει ούτω· ο Κήρυξ και Πρόδρομός σου, Σώτερ, αποφεύγων την βίαν όπου έκαμνες εις αυτόν διά να σε βαπτίση ταύτα έλεγε δικαιολογούμενος· ποίος άνθρωπος είδε ποτέ τον αισθητόν τούτον και φύσει λαμπρότατον Ήλιον να καθαρίζεται; Βέβαια ουδείς. Αν δε τον αισθητόν τούτον Ήλιον, ος τις είναι κτίσμα και ποίημα, κανείς δεν επιχειρίζεται να πλύνη και να καθαρίση καμμίαν φοράν, πως εγώ τολμώ να πλύνω και να καθαρίσω εσέ τον αληθή και καθαρώτατον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον Κτίστην και Ποιητήν του Ηλίου; πως δύναμαι να βαπτίσω εσέ όπου είσαι το απαύγασμα της δόξης του Πατρός, και ο χαρακτήρ της αιδιότητος αυτού;

Καί εκείνος μεν όπου ήθελεν επιχειρισθή να καθαρίση τον Ήλιον, βέβαια μέλλει να περιγελάται από όλους τους ανθρώπους και να περιπαίζεται ως ανόητος, επειδή επεχείρησε να κάμη ένα πράγμα αδύνατον· εγώ δε, αν βαπτίσω εσέ, όχι μόνον έχω να περιγελώμαι από όλους ως άφρων, αλλά προς τούτοις θέλω κατακαύσει τας χείράς μου· επειδή χορτάρι ξηρόν ων: ήτοι φθαρτός κατά την φύσιν του σώματος, απετόλμησα να εγγίσω εις το φύσει άϋλον πυρ της ιδικής σου Θεότητος. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός Συ γαρ το, είσαι ο Χριστός η ενυπόστατος του Θεού σοφία και δύναμις· το οποίον είπε και ανωτέρω· συνήθειαν γαρ έχει ούτος εξαίρετον παρά τους άλλους Μελωδούς να τελειώνη πολλάς Ωιδάς των Κανόνων του με το ίδιον τέλος, ως είπομεν ερμηνεύοντες τον Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού.

Τροπάριον.
Ψυχής τελών έμφρονος, και λόγω τιμώμενος, αψύχων ευλαβούμαι· ει γαρ βαπτίσω σε, κατήγορόν μοι έσται, πυρί καπνιζόμενον όρος, φυγούσα δε θάλασσα διχή, και Ιορδάνης ούτος στραφείς· συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.

Ερμηνεία.
Παρομοίως με τα ανωτέρω δύο Τροπάρια αναφέρει και εις το Τροπάριον τούτο ο Μελωδός τον Βαπτιστήν Ιωάννην δικαιολογούμενον και λέγοντα προς τον Δεσπότην Χριστόν, ος τις εζήτει να βαπτισθή. Δεν ήθελα γένει τόσης καταδίκης άξιος, Δέσποτα, αν έμελλον να νικηθώ κατά την ευλάβειαν από τον Μωϋσήν εκείνον τον εστολισμένον με νούν και λογικόν, τον Προφήτην, τον νομοθέτην και δημαγωγόν τόσων μυριάδων λαού, και τον αξιωθέντα να σε ιδή και να σε ακούση, ως είπον ανωτέρω· αλλά τώρα και αυτών των αψύχων και αλόγων κτισμάτων έχω να φανώ ανευλαβέστερος και κατώτερος εγώ όπου έχω ψυχήν νοεράν και φρονούσαν το πρέπον, και ο οποίος είμαι τιμημένος με λογικόν και διάκρισιν, αν δεν ευλαβηθώ το αξίωμα της Θεότητός σου, αλλά τολμήσω να σε βαπτίσω.

Επειδή και αυτά τα άψυχα έχουν τρόπον τινά να λάβουν φωνήν και να με κατηγορήσουν· το Σίναιον Όρος, το οποίον εκαπνίζετο όλον από φωτίαν διά την ιδικήν σου κατάβασιν «Το όρος, φησί, το Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι επ᾿ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός, ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πας ο λαός σφόδρα» (Έξοδ. ιθ´ 18), δικαίως θέλει με κατηγορήσει ως τολμηρόν και ανευλαβή· θέλει με κατηγορήσει η ερυθρά θάλασσα, ήτις έφυγεν από του προσώπου σου, και εσχίσθη εις δύο μέρη, και το μεν ένα μέρος αυτής εστάθη ως τείχος εκ δεξιών, το δε άλλο, εξ αριστερών· αλλά προ εκείνων θέλει με κατηγορήσει ο ποταμός ούτος Ιορδάνης, εις τον οποίον στεκόμεθα· διότι και αυτός εκ προσώπου σου εμπόδισε προ ολίγου το ρεύμά του, και δεν έτρεχε κάτω, αλλ᾿ εστράφη εις τα οπίσω κατά τον Προφητάνακτα λέγοντα· «Η θάλασσα είδε και έφυγεν· ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» Ψαλ. ριγ´ 3). Ερωτά δε ο Προφήτης την αιτίαν λέγων· «Τι σοι εστί θάλασσα, ότι έφυγες; και συ Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; » Καί αποκρίνεται. «Από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου του Θεού Ιακώβ» (αυτόθι 5).

Σημείωσαι, ότι ο ανώνυμος ερμηνευτής εις το «αψύχων» θέλει να νοείται εξωθεν η από πρόθεσις, και να λέγηται «ευλαβούμαι, αιδούμαι, φυλάττομαι από των αψύχων. Καί τούτο δε σημείωσαι, ότι τα ανωτέρω κατά προσωποποιίαν ρητορικήν εσχηματίσθησαν υπό του Μελωδού και του Δαβίδ· όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Πολλά η Γραφή προσωποποιείν οίδε και των αψύχων»· ο δε Χρυσόστομος θέλει ότι διά των τοιούτων λόγων των αψύχων παρασταίνεται το μέγεθος των συμβαινόντων πραγμάτων· ούτω γαρ λέγει· «Μάνθανε της Γραφής το έθος· ότε γαρ βούλεται μέγα τι Χριστόν, ή μέγα λυπηρόν απαγγείλαι, και αυτά τα άψυχα αισθάνεσθαί φησιν· ουκ επειδή αισθάνεται, αλλ᾿ ίνα το μέγεθος παραστήση των συμβαινόντων».

Ωδή ε´. / Ο Ειρμός
Ιησούς ο ζωής αρχηγός, λύσαι το κατάκριμα ήκει, Αδάμ του Πρωτοπλάστου· καθαρσίων δε, ως Θεός μη δεόμενος, τω πεσόντι καθαίρεται εν τω Ιορδάνη· εν ω την έχθραν κτείνας, υπερέχουσαν πάντα νούν, ειρήνην χαρίζεται.

Ερμηνεία.
Από διάφορα ρητά συνεκροτήθη το παρόν Τροπάριον υπό του Ιερού Μελωδού· το γαρ «ο ζωής αρχηγός» ερανίσθη από τας Πράξεις, όπου ο Κορυφαίος Πέτρος έλεγε προς τους Ιουδαίους· «Υμείς ητήσασθε άνδρα φονέα χαρισθήναι υμίν, τον δε αρχηγόν της ζωής απεκτείνατε» (Πραξ. γ´ 15). Όθεν λέγει ο Μελωδός, ότι ο Ιησούς ο Σωτήρ του Κόσμου, ο αρχηγός της κατά Πνεύμα και αιωνίου ζωής ήλθεν εις τον Κόσμον διά να λύση το κατάκριμα και επιτίμιον, τουτέστι τον θάνατον, εις τον οποίον υπέπεσεν ο πρωτόπλαστος Αδάμ διά την παράβασιν· «Ηι δ᾿ αν ημέρα, φησί, φάγητε απ᾿ αυτού (του ξύλου της γνώσεως) θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β´ 17)· διότι τοιαύτα είναι τα αποτελέσματα της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ς´ 23). Καί δικαίως εγένετο η εις τον Κόσμον έλευσις του Ιησού· διότι ουδείς άλλος εδύνατο να καταλύση την στέρησιν της ζωής, πάρεξ ο έχων την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου, ή καλύτερα να ειπώ, ο ων αυτοζωή και της ζωής αρχηγός. Καθώς δε το σκότος στέρησις ον του φωτός, λύεται από τον Ήλιον, όταν ανατείλη· ούτω και ο θάνατος στέρησις ων της ζωής, ελύθη, όταν ο της ζωής αρχηγός επεδήμησεν.

Ο Ιησούς λοιπόν μολονότι δεν είχεν χρείαν να καθαρισθή διά του Βαπτίσματος, επειδή ποίαν χρείαν έχει η αυτοκάθαρσις να καθαρισθή; μ᾿ όλον τούτο αυτός καθαίρεται και βαπτίζεται σήμερον χάριν του Αδάμ, ος τις έπεσεν εις την λάσπην της αμαρτίας, και διά τούτο εχρειάζετο να καθαρισθή από αυτήν. Βαπτιζόμενος δε εν τω Ιορδάνη ποταμώ, απέκτεινεν εις αυτόν και εθανάτωσε την έχθραν, η οποία ήτον μεταξύ ημών και του Θεού διά την αμαρτίαν. Αφ᾿ ου δε την έχθραν εθανάτωσεν, εχάρισεν εις ημάς την εαυτού θείαν ειρήνην, ήτις υπερέχει κάθε νούν και διάνοιαν. Κατεσκεύασε δε το τέλος του Τροπαρίου ο Μελωδός από διάφορα ρητά του Παύλου· διότι αυτός εν μεν τη προς Εφεσίους επιστολή γράφει «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν, ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β´ 14).

Καί πάλιν, «Ίνα αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ διά του Σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ» (αυτόθι 16)· εν δε τη προς Φιλιππησίους επιστολή γράφει «Καί η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νούν φρουρήσει τας καρδίας υμών» (Φιλιπ. δ´ 7). Ανέφερε δε το περί ειρήνης ρητόν ο θεσπέσιος Μουσουργός, διά να χαρακτηρίση την πέμπτην Ωιδήν, της οποίας ποιητής είναι ο Προφήτης Ησαίας λέγων· «Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κς´ 12).

Ήθελε δε απορήση τινάς, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, πως ο μεν Παύλος είπεν ανωτέρω, ότι ο Χριστός απέκτεινε την έχθραν εν τω Σταυρώ, ο δε Μελωδός λέγει εδώ, ότι απέκτεινεν αυτήν εν τω Ιορδάνη; Ημείς λοιπόν λύοντες την απορίαν, κατά μεν το πρόχειρον και απλούστερον νόημα λέγομεν, ότι την έχθραν όπου ημείς είχομεν προς τον Θεόν, έλυσεν ο Δεσπότης Χριστός με όλα τα Μυστήρια της ενσάρκου Οικονομίας, και εφιλίωσεν ημάς τω Θεώ και Πατρί με την Σύλληψιν, με την Γέννησιν, με το Βάπτισμα, με το Πάθος, με τον Σταυρόν, και με τον Θάνατόν Του· και διά να ειπώ καθολικώς, εφιλίωσεν ημάς τω Θεώ και Πατρί με όλα τα θεοπρεπή, και ανθρωποπρεπή θαυμάσια έργα, όσα εποίησεν ο Δεσπότης Χριστός εν τη ενσάρκω του επιδημία.

Κατά δε το μυστικώτερον και βαθύτερον νόημα λέγομεν, ότι εν τω Ιορδάνη και εν τω Βαπτίσματι ο Χριστός απέκτεινε την έχθραν όπου είχομεν με τον Θεόν· καθότι το Βάπτισμα του Κυρίου Σταυρός ονομάζεται από τον Παύλον λέγοντα «Ανασταυρούντας εαυτοίς τον Υιόν του Θεού» (Εβρ. ς´ 6)· και πάλιν· «Τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη (εν τω Βαπτίσματι)· «τω Χριστώ»· όθεν ο θείος Χρυσόστομος συν τω Θεοφυλάκτω ερμηνεύοντες τα ανωτέρω ρητά, Σταυρόν το Βάπτισμα ονομάζουσιν· επειδή εις αυτό σταυρώνεται μαζί με τον Χριστόν ο παλαιός της αμαρτίας άνθρωπος.

Επειδή λοιπόν ο Σταυρός του Κυρίου εικονίζεται μυστικώς εν τω Βαπτίσματι, διά τούτο ο μεν Παύλος είπεν, ότι εν τω Σταυρώ απέκτεινε την έχθραν ο Κύριος, ο δε Μελωδός, ότι εν τω Ιορδάνη, τουτόν ειπείν, εν τω Βαπτίσματι, τω μυστικώς τον Σταυρόν του Κυρίου εικονίζοντι απέκτεινεν αυτήν· Σταυρός γαρ και Βάπτισμα αν και φαίνωνται δύο, ένα όμως είναι τη αληθεία. Αύτη δε η έχθρα, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, δικαίως ημπορεί να νοηθή δράκων εμφωλεύων εις τα ύδατα, του οποίου την κάραν συνέτριψεν ο Κύριος, κατά τον Δαβίδ λέγοντα· «Συ συνέθλασας την κεφάλην του δράκοντος». (Ψαλ. ογ´ 14).

Τούτο το νόημα βεβαιώνουσι και άλλα ρητά του ιδίου Παύλου, καθώς το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ούν αυτώ διά του Βαπτισματος εις τον θάνατον» (Πωμ. Σ´ 3-4), και το «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού» (Ρωμ. ς´ 5).

Τροπάριον.
Συνελθόντων απείρων λαών, υπό Ιωάννου βαπτισθήναι, αυτός εν μέσω έστη, προσεφώνει δε τοις παρούσι· Τις έδειξεν απειθείς, την οργήν υμίν εκκλίναι την μέλλουσαν; καρπούς αξίους Χριστώ εκτελείτε· παρών γαρ νυν, ειρήνην χαρίζεται.

Ερμηνεία.
Εκ του Ευαγγελιστού Ματθαίου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον· φησί γαρ εκείνος περί του Βαπτιστού Ιωάννου· «Ιδών δε (ο Ιωάννης) πολλούς των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους επί το Βάπτισμα αυτού, είπεν αυτοίς· γεννήματα εχιδνών, τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής; Ποιήσατε ούν καρπούς αξίους της μετανοίας» (Ματθ. γ´ 7-8). Ταύτα λοιπόν ερανισθεις ο Μελωδός λέγει, ότι όταν πάμπολλοι λαοί των Ιουδαίων εσυνάχθησαν διά να βαπτισθούν από τον Ιωάννην, τότε ιστάμενος αυτός εις το μέσον αυτών, έλεγε εις τους εκεί παρόντας Φαρισαίους και Σαδδουκαίους τα λόγια ταύτα· ω γεννήματα εχιδνών, ποίος σας έδειξε να φύγετε διά του Βαπτίσματος της μετανοίας την μέλλουσαν οργήν της κολάσεως; Λέγει δε αυτούς γεννήματα εχιδνών· διότι εφόνευσαν παρανόμως με διαφόρους τρόπους θανάτου τους Προφήτας και διδασκάλους των, καθώς τα τέκνα των εχίδνων θανατώνουν τας μητέρας των σχίζοντα την κοιλίαν των, και ούτω γεννώνται από αυτάς κατά τους φυσικούς.

Θαυμάζει δε ο Πρόδρομος (κατά την ερμηνείαν του Θεοφυλάκτου) με τον λόγον τούτον, πως έγινε να μετανοήση η πονηρά αυτών και αμετανόητος γενεά· όμως εάν (λέγει ο Πρόδρομος) εσείς μετανοήτε τη αληθεία, ποιήσατε και καρπούς αξίους της μετανοίας, ποιήσατε έργα θεάρεστα και άξια της Βασιλείας των Ουρανών· επειδή δεν είναι αρκετόν εις την σωτηρίαν σας μόνον το να προσέλθετε εις το ιδικόν μου Βάπτισμα, χωρίς να κάμετε και έργα αρεστά εις τον Χριστόν, ο οποίος τώρα ευρισκόμενος εις το μέσον σας, χαρίζεται ειρήνην εις όλους ημάς. Τούτο δε ερανίσθη ο Μελωδός από το ρητόν εκείνο του Ιωάννου το λέγον· «Μέσος υμών έστηκεν (ο Χριστός), ον υμείς ουκ οίδατε» (Ιωάν. α´ 26)· διότι το «μέσος υμών έστηκεν» είναι ταυτόσημον με το «παρών νυν». Ο δε Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ότι ερανίσθη τούτο από το ρητόν του Ιωάννου το λέγον «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. γ´ 2). Βασιλεία δε εγγίζουσα των Ουρανών είναι ο Χριστός· περί ου και αλλαχού είπεν ο ίδιος· «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. ιζ´ 21)· προσφυέστερον όμως είναι το ανωτέρω νόημα.

Τροπάριον.
Γεωργός ο και Δημιουργός, μέσος εστηκώς ως εις απάντων, καρδίας εμβατεύει· καθαρτήριον δε πτύον χειρισάμενος, την παγκόσμιον άλωνα πανσόφως διίστησι, την ακαρπίαν φλέγων, ευκαρπούσιν, αιώνιον ζωήν χαριζόμενος.

Ερμηνεία.
Καί τούτο το τροπάριον είναι ερανισμένον από τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον λέγοντα ούτω περί του Χριστού· «Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί, ου το πτύον εν τη χειρί αυτού, και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω)» (Ματ. γ´ 11-12)· τα ίδια γαρ ταύτα λόγια ολίγον αλλάξας ο Μελωδός λέγει, ότι ο Χριστός ο δημιουργός και γεωργός της ιδικής μας φύσεως (δημιουργός των έργων του καθενός, ή διότι δίδει εις ημάς τα σπέρματα των αρετών) ούτος καθό μεν άνθρωπος στέκεται εδώ εις το μέσον, ως ένας από όλους τους ανθρώπους· «Μέσος, φησίν, υμών έστηκεν, ον υμείς ουκ οίδατε» (Ιω. α´ 26)· καθό δε Θεός εξετάζει και ερευνά τας καρδίας των ανθρώπων· μόνου γαρ του Θεού είναι ίδιον το να ηξεύρη τας καρδίας, καθώς λέγει ο Σολομών· «Συ μονώτατος οίδας την καρδίαν πάντων» (γ´ Βασ. η´ 39).

Εις τας χείρας λοιπόν τούτου ευρίσκεται, λέγει, καθαρτικόν πτυάρι: ήτοι ο διακριτικός λόγος και διαιρετικός του κρείττονος εκ του χείρονος, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, ή η κρίσις και εξέτασις, κατά τον Θεοφύλακτον. Με την κρίσιν δε ταύτην και την εξέτασιν αυτός έχει να καθαρίση το αλώνι του, το οποίον είναι ή ο Κόσμος όλος, κατά τον ρηθέντα Πρόδρομον, ή η Εκκλησία, κατά τον Θεοφύλακτον· καθώς γαρ εις το αλώνι ευρίσκεται και σιτάρι και άχυρον, ούτω και εις τον Κόσμον και εις την Εκκλησίαν ευρίσκονται και καλοί και κακοί, οι μεν καλοί, ως σιτάρι, οι δε κακοί, ως άχυρον.

Ο Χριστός λοιπόν διαχωρίζει εις δύο το του Κόσμου και της Εκκλησίας παγκόσμιον αλώνι του· και την μεν ακαρπίαν: ήτοι τους κακούς, έχει να κατακαύση με το πυρ το άσβεστον της κολάσεως· όθεν και ο ανώνυμος ερμηνευτής ακαρπίαν ενόησε την κακοκαρπίαν, ως άφωνον λέγομεν τον κακόφωνον μουσικόν· τους δε ποιούντας καρπούς των αρετών έχει να συνάξη εις την αποθήκην τη Βασιλείας του, και χαρίση εις αυτούς ζωήν αιώνιον.

Δικαίως δε η αμαρτία ονομάζεται άχυρον· διότι, καθώς το άχυρον είναι ελαφρόν και ευκολόκαυτον και τροφή των αλόγων ζώων, ούτω και η αμαρτία είναι ελαφρά, ευκολοκρήμνιστος και τροφή των πονηρών Δαιμόνων, και έχει να κατακαή από το άσβεστον πυρ της γεένης. Ομοίως και η αρετή δικαίως ονομάζεται σιτάρι· διότι, καθώς το σιτάρι είναι καθαρόν και βαρύ, και εις άρτον μεταποιούμενον γίνεται τροφή των λογικών ανθρώπων, τοιουτοτρόπως και η αρετή είναι καθαρά, είναι με φρένας βαρείας και ηγεμονικάς, και γίνεται άρτος επιτήδειος διά να παρατεθή εις την τράπεζαν του επουρανίου Βασιλέως Χριστού. Σημείωσαι ότι και ο Θεολόγος Γρηγόριος ούτως ερμηνεύει τα ανωτέρω· «Τι δε το πτύον; Η κάθαρσις. Τι δε το πυρ; Η του κούφου δαπάνη, και η ζέσις του Πνεύματος» (Λόγος εις τα Φώτα).

Ωδή ς´ / Ο Ειρμός.
Η φωνή του Λόγου, ο Λύχνος του Φωτός, ο Εωσφόρος, ο του Ηλίου Πρόδρομος, εν τη ερήμω, Μετανοείτε, πάσι βοά τοις λαοίς, και προκαθαίρεσθε· ιδού γαρ πάρεστι Χριστός, εκ φθοράς τον Κόσμον λυτρούμενος.

Ερμηνεία.
Με τρία ομοιώματα δείχνει ο Ιερός Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω την οικειότητα όπου έχει ο Βαπτιστής Ιωάννης με τον Δεσπότην Χριστόν· παρομοιάζει γαρ τον Ιωάννην με την φωνή, με τον λύχνον και με τον εωσφόρον (τον αυγερινόν)· τον δε Δεσπότην Χριστόν παρομοιάζει με τον λόγον, με το φως και με τον Ήλιον. Παρομοιάζει λοιπόν πρώτον τον Ιωάννην με την φωνήν, τον δε Χριστόν, με τον λόγον· διότι η φωνή είναι αήρ πεπληγμένος, και γίνεται όχημα του προφορικού λόγου· και αν η φωνή πρώτη δεν υποτεθή, ο προφορικός λόγος δεν είναι δυνατόν να φανερωθή εις τους άλλους.

Παρομοιάζει δεύτερον τον Ιωάννην με τον λύχνον, και τον Χριστόν, με το φως· διότι ο λύχνος είναι όχημα του φωτός· επειδή το φως επιτιθέμενον εις τον λύχνον φωτίζει το οσπίτιον και τους εν τω οσπιτίω κατοικούντας ανθρώπους. Παρομοιάζει τρίτον ο Μελωδός τον Ιωάννην με τον εωσφόρον, τον δε Χριστόν, με τον Ήλιον. Ταύτα δε τα τρία ομοιώματα του Προδρόμου, η φωνή, ο λύχνος και ο εωσφόρος, είναι πρότερα κατά τον χρόνον των ομοιωμάτων του Χριστού: δηλαδή του λόγου, του φωτός και του Ηλίου· κατά την αιτίαν όμως και την αξίαν πρότερα είναι τα ομοιώματα του Χριστού· όθεν και προτιμώνται τα του Χριστού ομοιώματα από τα του Προδρόμου· επειδή, αν ερωτήση τινάς, διά τι η φωνή γίνεται; αποκρινόμεθα, διά να εποχηθή επάνω εις αυτήν ο λόγος· ομοίως αν ερωτήση τις, διά τι γίνεται ο λύχνος; αποκρινόμεθα, διά να βαλθή εις αυτόν το φως και να λάμψη· ωσαύτως και εάν ειπή τινάς, διά τι ο αυγερινός προλάμπη; αποκρινόμεθα, διά να μηνύση τον ερχομόν του Ηλίου.

Τούτων ούτω προεγνωσμένων, λέγει ο Ιεράρχης Κοσμάς, ότι ο Βαπτιστής Ιωάννης, η φωνή του ενυποστάτου Λόγου του Πατρός, ο λύχνος του αιδίου και ακτίστου φωτός, και ο αυγερινός, ο πρόδρομος και προμηνυτής του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού φωνάζει εις όλους τους λαούς όπου προσήλθον εις αυτόν, το, Μετανοείτε, και προκαθαρισθήτε από τας αμαρτίας· επειδή, ιδού είναι παρών ο Χριστός, και λυτρώνει τον Κόσμον από την φθοράν της ασεβείας και αμαρτίας, και ενδύει αυτόν αφθαρσίαν διά του αγίου Βαπτίσματος. Το μεν ούν «μετανοείτε» είπεν ο Ιωάννης, καθό φωνή· ταύτης γαρ ίδιον είναι το βοάν· το δε «προκαθαίρεσθε» είπε, καθό λύχνος· ίδιον γαρ είναι του λύχνου να καθαρίζη οπωσούν το σκότος και να εισάγη τον φωτισμόν · το δε, «ιδού πάρεστι Χριστός εκ φθοράς τον Κόσμον λυτρούμενος» το είπε, καθό αυγερινός· τούτο γαρ του αυγερινού ίδιον είναι· ο γαρ αυγερινός προ του Ηλίου ανατέλλων, φαίνεται τρόπον τινά να λέγη εις τους κοιμωμένους ανθρώπους· σηκωθήτε, ω άνθρωποι, από τον ύπνον, σηκωθήτε και εργάζεσθε τας τέχνας σας· διότι ιδού ο Ήλιος είναι παρών, και η ημέρα εγγίζει, σηκώνουσα υμάς από την αναισθησίαν του ύπνου. Σημείωσαι, ότι ερανίσθη τα ανωτέρω ο Μελωδός από τον εις τα Φώτα λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου λέγοντος· «Εγώ χρείαν έχω υπό σού βαπτισθήναι, ο λύχνος τω Ηλίω φησίν· η φωνή, τω Λόγω· ο φίλος, τω Νυμφίω· ο προδραμών και προδραμούμενος, τω φανέντι (επί γης), και φανησομένω (εν τη δευτέρα παρουσία)».

Τροπάριον.
Γεννηθείς αρρεύστως, εκ Θεού και Πατρός, εκ της Παρθένου, δίχα σαρκούται ρύπου Χριστός· ου τον ιμάντα, την εξ ημών του Λόγου συνάφειαν, λύειν αμήχανον (διδάσκει ο Πρόδρομος), γηγενείς εκ πλάνης λυτρούμενος.

Ερμηνεία.
Ο Δεσπότης, λέγει, Χριστός, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, καθ᾿ ο μεν Θεός εγεννήθη ερρεύστως και απαθώς κατά την πρώτην και προαιώνιον και οικείαν αυτού της Θεότητος Γέννησιν· καθό δε άνθρωπος εσαρκώθη ασπόρως εκ της Παρθένου Μαρίας, κατά την δευτέραν αυτού και οικείαν της ανθρωπότητος Γέννησιν· όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος είπε· «Πίστευε τον Υιόν του Θεού τον προαιώνιον Λόγον, τον προελθόντα εκ του Πατρός αχρόνως και ασωμάτως, τούτον επ᾿ εσχάτων των ημερών γεγενήσθαι διά σε και Υιόν ανθρώπου, εκ της Παρθένου προελθόντα Μαρίας αρρυπάρως· ουδέν γαρ ρυπαρόν, ου Θεός, και δι᾿ ου σωτηρία» (Λόγος εις το Βάπτισμα).

Πρέπει δε οι ευσεβείς Χριστιανοί να πιστεύουσι μεν, ότι ο Χριστός εγεννήθη διττώς, ως είπομεν, και κατά την Θεότητα και κατά την ανθρωπότητα, να μη τολμούν δε να ερευνούν τον τρόπον ή της άνω προαιωνίου αυτού Γεννήσεως, ή της κάτω και επ᾿ εσχάτων· αλλά τον τοιούτον ακατάληπτον τρόπον να αφίνουσιν εις μόνην την σοφίαν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον, κατά τον Απόστολον, εξετάζει όλα· «Πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού» (α´ Κορ. β´ 10) λέγει δε και ο πολύς εν Θεολογία Γρηγόριος· «Ουχ ως αγνοών ταύτα (ερευνά), αλλ᾿ ως εντρυφών τη τούτων θεωρία (Λόγος επιταφίου εις τον Βασίλειον).

Όθεν και ο μέγας Πρόδρομος τούτο διδάσκει ημάς, δηλαδή το να μη ερευνώμεν την του Θεού Λόγου περί ημάς συγκατάβασιν, και την μετά της ανθρωπότητος καθ᾿ υπόστασιν γενομένην της Θεότητος ένωσιν, μηδέ τον Λόγον και τον τρόπον αυτής να εξετάζωμεν· επειδή δεν είναι δυνατόν εις κανένα άνθρωπον να καταλάβη αυτόν· αλλ᾿ ουδέ αυτός ο τοσούτος και τηλικούτος Πρόδρομος είναι ικανός να λύση το λωρί το συνάπτον τον πόδα μετά του υποδήματος του Κυρίου, δηλαδή δεν είναι ικανός να καταλάβη τον τρόπον κατά τον οποίον ο Θεός Λόγος ηνώθη με την εξ ημών προσληφθείσαν παρ᾿ αυτού ανθρωπότητα.

Τούτο δε το νόημα εδανείσθη ο Μελωδός από την Θεολογικήν λύραν Γρηγορίου του Θεολόγου λέγοντος· «Τι δε ο σφαιρωτήρ του υποδήματος, ον ου λύεις ο βαπτίζων Ιησούν, ο Παλαιάς και Νέας μεσίτης; Τι τούτο; Τυχόν ο της επιδημίας λόγος και της σαρκός, ου μηδέ το ακρότατον ευδιάλυτον, μη ότι τοις σαρκικοίς και νηπίοις εν Χριστώ αλλ᾿ ουδέ τοις κατά Ιωάννην τω Πνεύματι» (Λόγος εις τα Φώτα).

Εκ των λόγων δε τούτων του Βαπτιστού και του Θεολόγου Γρηγορίου, και άλλο αιρετικόν φρόνημα ανατρέπεται· οι οπαδοί γαρ και ακόλουθοι του άφρονος Ωριγένους εφλυάρουν, ότι η υπό του Θεού Λόγου προσληφθείσα φύσις της ανθρωπότητος ήτον ενωμένη με τον Θεόν Λόγον έως της Αναλήψεως· όταν δε ο Χριστός έμελλε να αναβή εις τον υπερουράνιον τόπον, και να αναπαυθή εις τους κόλπους του Πατρός· τότε απέρριψε μεν και απεσκεύασε την ανθρωπότητα ως ένα βάρος, έβαλε δε αυτήν μέσα εις τον δίσκον του Ηλίου, κακώς εννοούντες το Δαβιτικόν εκείνο ρητόν το λέγον· «Εν τω Ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού» (Ψαλ. ιη´ 6)· και ούτω με γυμνήν την Θεότητα ανέδραμε και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού και Πατρός. Ομοίως τούτο εφλυάρουν και οι Μανιχαίοι, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «Ει τις αποτεθείσθαι νυν την σάρκα λέγοι, και γυμνήν είναι την Θεότητα σώματος, αλλά μη μετά του προσλήμματος και είναι και ήξειν, μη ίδοι την δόξαν της παρουσίας. Πού γαρ το σώμα νυν, ει μη μετά του προσλαβόντος; ου γαρ δη κατά τους των Μανιχαίων λήρους τω Ηλίω εναποτέθειται, ίνα τιμηθή διά της ατιμίας» (α´ Επιστολή προς Κληδόνιον).

Τροπάριον.
Ώσπερ Ουρανώ, συν τρόμω και θαύματι παρίσταντο, εν Ιορδάνη αι Δυνάμεις των Αγγέλων σκοπούμεναι, τοσαύτην Θεού την συγκατάβασιν· όπως ο κρατών την υπέρωον των υδάτων υπόστασιν, εν τοις ύδασι, σωματοφόρος έστηκεν, ο Θεός ο των Πατέρων ημών.

Ερμηνεία.
Καθώς τα των επιγείων Βασιλέων τάγματα, τόσον οι δορυφόροι, όσον και οι λοιποί υπήκοοι, δεν τιμώσι μόνον τον Βασιλέα μέσα εις τα Βασίλεια, όπου αυτός κάθηται επάνω εις τον βασιλικόν του θρόνον, και φορεί στολήν βασιλικήν και υπέρλαμπρον, αλλά και αν ιδούν αυτόν να έμβη μέσα εις καλύβην και πτωχικόν οσπίτιον διά καμμίαν χρείαν, δεν ατιμάζουσι τον Βασιλέα των διά την ευτέλειαν της καλύβης, αλλά με τον αυτόν φόβον και την τιμήν παραστέκονται εις αυτόν, και όταν ευρίσκεται μέσα εις την καλύβην εκείνην, καθώς όταν ευρίσκεται εις τα Βασίλεια· διότι η ευτέλεια της καλύβης δεν ατιμάζει τον Βασιλέα, αλλά πολλώ μάλλον ο Βασιλεύς τιμά την ευτέλειαν της καλύβης διά της βασιλικής του δόξης και μεγαλειότητος.

Τοιουτοτρόπως και αι υπερκόσμιοι Δυνάμεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων, βλέπουσι τον Μονογενή Υιόν του Πατρός τον εν τοις επουρανίοις θρόνοις καθεζόμενον να στέκεται εις τας όχθας του ποταμού Ιορδάνου, και να ζητή υπό Ιωάννου το Βάπτισμα, παρεστέκοντο εις αυτόν με τόσον φόβον και θαυμασμόν, με όσον παραστέκονται εις αυτόν και εν τω Ουρανώ· έβλεπον γαρ μίαν άπειρον του Θεού συγκατάβασιν. Διότι εκείνος ο Θεός όπου διακρατεί με την αυτού πρόνοιαν την ουσίαν και φύσιν των υδάτων την ευρισκομένην εις τα υπερώα: ήτοι υπεράνω του στερεώματος, και συνέχει τα ύδατα επάνω εις την κυρτήν περιφέρειαν του στερεώματος, και δεν αφίνει αυτά να τρέχουν εις τοιούτον κατηφορικόν τόπον, αυτός σώμα φορών εστέκετο εις τα ύδατα του Ιορδάνου. Επιφέρει δε ο Μελωδός το «Ο Θεός ο των Πατέρων ημών», ίνα δείξη το χαρακτηριστικόν γνώρισμα της εβδόμης Ωιδής.

Ο δε ανώνυμος ερμηνευτής ούτως ανέγνω (και ίσως επιτυχικώτερον) το παρόν Τροπάριον· «Ω! Πως ο κρατών την υπέρωον των υδάτων υπόστασιν εν τοις ύδασι σωματοφόρος έστηκεν; » ερμηνεύει δε ούτως· «Αι δυνάμεις των Αγγέλων παρίσταντο εν τω Ιορδάνη ως εν Ουρανώ συν τρόμω και θαύματι, σκοπούμεναι τοσαύτην Θεού την συγκατάβασιν· έλεγον δε θαυμαστικώς· (όπερ έξωθεν νοείται) ω! πως ο συνέχων τω ρήματι της δυνάμεώς του την άσχετον και ολισθηράν φύσιν των υδάτων την επάνω του στερεώματος, ίσταται τώρα σωματοφόρος εν τοις ύδασι του Ιορδάνου, και υπό δούλου βαπτίζεται; »

Τροπάριον.
Νεφέλη ποτέ, και θάλασσα θείου προεικόνιζον, Βαπτίσματος το θαύμα, εν οις ο πριν βαπτίζεται, διεξοδικώς τω Νομοθέτη λαός. Θάλασσα δε ην τύπος ύδατος, και νεφέλη του Πνεύματος· οις τελούμενοι, Ευλογητός ει κράζομεν, ο Θεός ο των Πατέρων ημών.

Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω τούτω αναφέρει ο Ιερός Μελωδός, τόσον τα υπό του Παύλου ρηθέντα, όσον και τα υπό του Θεολόγου Γρηγορίου· ο μεν γαρ Παύλος λέγει· «Καί πάντες (οι Ισραηλίται) εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (α´ Κορ. ι´ 2)· ο δε Θεολόγος ούτω φησίν· «Εβάπτισε Μωϋσής, αλλ᾿ εν ύδατι, και προ τούτου εν νεφέλη και εν θαλάσση· τύπος δε τούτο ην, ως και Παύλω δοκεί, η θάλασσα, του ύδατος, η νεφέλη, του Πνεύματος» (Λόγος εις τα Φώτα).

Λέγει λοιπόν ο Μελωδός, ότι τον παλαιόν καιρόν η νεφέλη, η οποία εσκέπαζεν άνωθεν τους Ισραηλίτας εν τη ημέρα διά να μη καίη αυτούς ο Ήλιος, και η ερυθρά θάλασσα, διά της οποίας επέρασαν οι Ισραηλίται, και τα δύο ταύτα ομού επροεικόνιζαν το θαύμα: ήτοι το θαυμαστόν Μυστήριον του αγίου Βαπτίσματος· διότι με την θάλασσαν και την νεφέλην εβαπτίσθη ο Ισραηλιτικός λαός υπό του νομοθέτου Μωϋσέως, ως είπεν ανωτέρω ο Παύλος· εβαπτίσθη όμως αυτός εν τη θαλάσση όχι καταβυθιστικώς, ον τρόπον κατεβυθίσθησαν εις αυτήν οι Αιγύπτιοι, αλλά διαβατικώς, επειδή διέβη αβλαβώς την θάλασσαν σχισθείσαν υπό του Μωϋσέως διά της ράβδου. Καί η μεν ερυθρά θάλασσα προεικόνιζε το νερόν του ιδικού μας αγίου Βαπτίσματος, η δε νεφέλη προεικόνιζε την εν τω Αγίω Βαπτίσματι χάριν του Αγίου Πνεύματος· με τα οποία ημείς οι Χριστιανοί τελειούμενοι, κατά τον Θεόδωρον, ή τελείως καθαιρόμενοι και αναπλαττόμενοι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, «Εάν (φησί) μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. γ´ 5), ούτω, λέγω, τελειούμενοι κράζομεν· «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ημών».

Πως δε ο Μωϋσης εβάπτιζεν εν ύδατι, με συντομίαν φανερώνομεν εδώ· εν τω δεκάτω εννάτω Κεφαλαίω των Αριθμών γράφεται, ότι προστάζει ο νόμος να σφάζεται μία δάμαλις κόκκινη και άζευκτη έξω της παρεμβολής, και να καίεται ομού με το δέρμα, η δε στάκτη αυτής να φυλάττεται· ήτις ραντιζομένη με νερόν, εκαθάριζεν εκείνους όπου ήθελαν πιάσει σώμα νεκρού, ή κόκκαλον ανθρώπου, ή τάφον. Διά τούτο ο Θεολόγος Γρηγόριος νομικήν και σκιώδη και πρόσκαιρον ονομάζει την τοιαύτην κάθαρσιν, και του σώματος, ου της ψυχής, και ου παντελή της αμαρτίας αναίρεσιν· «Τι γαρ έδει (φησί) πολλάκις καθαίρεσθαι τους άπαξ κεκαθαρμένους; (Λόγος εις το Βάπτισμα). Επειδή όσες φορές εμολύνετο τινάς με τους ανωτέρω σωματικούς μολυσμούς, τόσες φορές και εκαθαρίζετο. Καί ο Παύλος δε περί τούτου γράφει· «Σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους, αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα» (Εβρ. θ´ 13).

Τροπάριον.
Άπαντες πιστοί εν ω την τελείωσιν ελάβομεν, θεολογούντες ασιγήτως, συν Αγγέλοις δοξάσωμεν, Πατέρα Υιόν και Πνεύμα Άγιον· τούτο γαρ Τριάς υποστάσεσιν ομοούσιος, εις δε Θεός, ω και ψάλλομεν· Κύριος, και Θεός ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων.

Ερμηνεία.
Με το Τροπάριον τούτο καλεί ο Μελωδός τον βαπτιζόμενον λαόν των Χριστιανών εις ύμνον και δοξολογίαν της Αγίας Τριάδος, ήτις ετελείωσεν ημάς διά του αγίου Βαπτίσματος. Όλοι, λέγει, ημείς οι Χριστιανοί, όσοι εκαθαρίσθημεν με το άγιον Βάπτισμα, και προς θεογνωσίαν οδηγηθέντες, εις την των Αγγέλων κατάστασιν ανεβιβάσθημεν, όλοι ασιγήτως μετά των Αγγέλων ας θεολογήσωμεν. Ποίον; Το Θείον (το οποίον έξωθεν εννοείται κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον), εν ω (με το οποίον) ελάβομεν την τελειότητα διά του αγίου Βαπτίσματος. Ας δοξολογήσωμεν δε τον Πατέρα τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον. Ποία δε δοξολογία είναι τω Θεώ πρέπουσα; Το να διαιρούμεν μεν την Αγίαν Τριάδα κατά τας υποστάσεις και πρόσωπα, να ενούμεν δε πάλιν αυτήν κατά την ουσίαν και φύσιν· ούτω γαρ και οι εν Ουρανοίς Άγγελοι, και μάλιστα το τάγματα των φλογερών Σεραφείμ, υμνούσι τον τρισυπόστατον Θεόν και δοξάζουσι τους τρεις αγιασμούς εις μίαν συνάγοντες κυριότητα, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· λέγοντες γαρ αυτοί τρις, Άγιος, Άγιος, Άγιος, δηλούσι τας τρεις υποστάσεις· λέγοντες δε μίαν φοράν το «Κύριος» δηλούσι το εν κράτος των τριών και την μίαν αυτών Βασιλείαν και Θεότητα. Επιφέρει δε ο Μελωδός, ότι το Θείον, Τριάς μεν είναι κατά τας υποστάσεις, ένας δε Θεός ομοούσιος κατά την ουσίαν και φύσιν, εις τον οποίον ψάλλομεν· «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ημών».

Ωδή η´ / Ο Ειρμός.
Μυστήριον παράδοξον, η Βαβυλώνος έδειξε κάμινος, πηγάσασα δρόσον· ότι ρείθροις έμελλεν, άϋλον πυρ εισδέχεσθαι ο Ιορδάνης, και στέγειν σαρκί, βαπτιζόμενον τον Κτίστην· ον ευλογούσι Λαοί, και υπερυψούσιν, εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.
Η Βαβυλωνία, λέγει, κάμινος, επειδή ανέβλυσε δρόσον ουρανίαν, διά τούτο υπέδειξε το παράδοξον Μυστήριον, το οποίον ηκολούθησε σήμερον εις τον Ιορδάνην· εφανέρωσε γαρ, ότι καθώς αυτή εδέχθη μέσα εις τον εαυτόν της την θεικήν δρόσον, την οποίαν ολίγην ούσαν δεν εδυνήθη να νικήση η τόση υπερβολική φωτία όπου είχεν, ούτε να εξατμίση αυτήν εις τον αέρα, αλλά μάλλον η υπερβολική της φωτία ενικήθη από την ολίγην δρόσον και κατεσβέσθη· ούτως εκ του εναντίου ο ροώδης και υδατώδης ποταμός Ιορδάνης έμελλε να δεχθή μέσα εις τα ιδικά του ρείθρα το άϋλον πυρ της Θεότητος, και να στέξη: ήτοι να βαστάση τον Κτίστην του Παντός βαπτιζόμενον κατά την ανθρωπότητα· ου γαρ το άϋλον και θείον πυρ εσβέσθη ή ενικήθη από το υλικόν ρείθρον του Ιορδάνου· αυτό δε μάλλον ενίκησε το Ιορδάνειον ρείθρον, καθώς και εκεί τότε ενικήθη από την δρόσον η κάμινος. Επιφέρει δε ο Μελωδός το «Ον ευλογούσι λαοί και υπερυψούσιν εις πάντας τους αιώνας». Διά να δείξη, ότι είναι ογδόη Ωδή, της οποίας είναι χαρακτηριστικά τα ανωτέρω λόγια.

Τροπάριον.
Απόθου φόβον άπαντα, ο Λυτρωτής τω Προδρόμω έφησεν· εμοί δε πειθάρχει, ως χρηστώ μοι πρόσελθε· τούτο γαρ φύσει πέφυκα· εμώ προστάγματι είξον, και βάπτισόν με συγκαταβάντα, ον ευλογούσι Λαοί και υπερυψούσιν, εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.
Διά του παρόντος Τροπαρίου αναφέρει ο ιερός Μελωδός τον Δεσπότην Χριστόν παραθαρρύνοντα τον Βαπτιστήν διά να βαπτίση αυτόν· όθεν λέγει· ο Λυτρωτής του γένους των ανθρώπων Χριστός, «Ο Θεός (φησίν) ο ύψιστος, Λυτρωτής αυτών εστι» (Ψαλ. οζ´ 35), ο Χριστός, λέγω, είπεν εις τον Πρόδρομον Ιωάννην· απόβαλε εκ της ψυχής σου κάθε φόβον, ω Ιωάννη, και πείσθητι διά δύο αίτια και πλησίασον εις εμέ· πρώτον, διότι δεν θέλεις πάθη από εμέ κανένα κακόν, επειδή εγώ είμαι χρηστός, αγαθός, και τούτο φύσει πέφυκα: τουτέστιν εγώ μόνος φυσικήν έχω την αγαθότητα και χρηστότητα· «Ουδείς (φησίν) αγαθός, ειμή εις ο Θεός» (Μαρ. ι´ 18)· διότι οι μεν άνθρωποι και Άγγελοι λέγονται και χρηστοί θέσει και κατά μετοχήν της του Θεού αγαθότητος και χρηστότητος· εγώ δε είμαι αγαθός φύσει και πρώτως και κατ᾿ αιτίαν. Ώστε θαρρών πλησίασον εις εμέ, ως εις χρηστόν και αγαθόν· το γαρ αγαθόν δεν προξενεί φόβον και αποφυγήν, αλλά θάρρος και πλησιασμόν· ουδέ κακοποιεί τινά, αλλά μάλλον ευεργετεί πάντας. Αν όμως δεν ελκυσθής από την φυσικήν μου χρηστότητα, ελκύσου καν από την φυσικήν μου μεγαλειότητα, και υποτάσου εις την προσταγήν μου και βάπτισόν με, διότι εις τούτο εσυγκατέβην και έγινα άνθρωπος.

Μερικοί δε, ως ο ανώνυμος ερμηνευτής των Κανόνων και άλλοι, το «χριστώ» διά του ι γράφουσιν, εννοούντες με την τοιαύτην λέξιν το «Θεανθρώπω»· τούτο όμως δεν είναι ορθόν, κατά τον Θεόδωρον, διά δύο αίτια. Πρώτον, διότι δεν αρμόζει εις τον σκοπόν του Ιησού· ο σκοπός γαρ αυτού ήτον να κάμη τον Ιωάννην να λάβη θάρρος εις το να βαπτίστη αυτόν· επειδή ποίον θάρρος έμελλε να λάβη εάν ήκουεν από τον Χριστόν να τον λέγη, πλησίαζε εις εμέ ως εις Χριστόν, τουτέστιν ως εις Θεόν τέλειον, και τέλειον άνθρωπον; εκείνος γαρ διά τούτο και μόνον εφοβείτο τον Χριστόν, διότι ήτον Θεός. Δεύτερον, διότι το εκ του τοιούτου λόγου συναγόμενον νόημα είναι μακράν των δογμάτων της Ιεράς Θεολογίας· επειδή γαρ το όνομα «Χριστός» σημαίνει «Θεάνθρωπος», ως είπομεν, και δηλοί, ου την χρίσασαν μόνον Θεότητα, αλλά και την χρισθείσαν υπ᾿ αυτής ανθρωπότητα, ακολουθεί εξ ανάγκης, ότι ο Θεάθρωπος Χριστός μίαν μεν υπόστασιν έχει, καθ᾿ ην η προσλαβούσα Θεότης ηνώθη με την προσληφθείσαν ανθρωπότητα, δύο δε τας φύσεις και θελήσεις και ενεργείας, κατά την κοινήν γνώμην των Ιερών Θεολόγων. Εάν λέγωμεν λοιπόν ότι ο Χριστός ο εν δυσί φύσεσι θεωρούμενος φύσει μια πέφυκεν, ασεβές είναι και βλάσφημον· διότι το να λέγη τινάς τον Χριστόν φύσει Θεόν και φύσει άνθρωπον, διπλώς λεγομένου του «φύσει», τούτο είναι ορθόν και ευσεβές· το δε να λέγη άπαξ, φύσει Θεόν και άνθρωπον, τούτο ουδαμώς λέγεται παρά τοις Θεολόγοις Πατράσι.

Τροπάριον.
Τριάδος η φανέρωσις, εν Ιορδάνη γέγονεν· αύτη γαρ υπέρθεος φύσις· ο Πατήρ εφώνησεν· ούτος ο βαπτιζόμενος, Υιός ο αγαπητός μου· το Πνεύμα συμπαρήν τω ομοίω· ον ευλογούσι Λαοί, και υπερυψούσι εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.
Κατά τα τρία ταύτα Τροπάρια, τα δύο προλαβόντα και το παρόν, ευρίσκονται κατά σειράν, και το ένα ακολουθεί εις το άλλο· το μεν γαρ πρώτον αναφέρει την θαρσοποίησιν όπου ο Δεσπότης Χριστός εποίει εις τον Ιωάννην διά να τον βαπτίση· το δε δεύτερον διηγείται, ότι ο Ιωάννης αφείς κάθε αντίστασιν, εβάπτισεν αυτόν· και το παρόν τρίτον διηγείται, ότι αφ᾿ ου εβαπτίσθη ο Κύριος, εσχίσθησαν οι Ουρανοί, και η φωνή του Πατρός εξηχήθη, και το Πνεύμα κατήλθεν εν είδει περιστεράς· ούτω γαρ διηγείται ταύτα και το ύφος των τριών ομού Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά. Λέγει λοιπόν ο Μελωδός, ότι η φανέρωσις της Αγίας Τριάδος έγινεν εις τον Ιορδάνην ποταμόν· η γαρ Αγία Τριάς εφάνη μεν διά πολλών συμβόλων και πολλάκις εις τους παλαιούς Προπάτορας και Προφήτας τους καθαρούς τω πνεύματι· εφάνη όμως σκιωδώς και αινιγματωδώς· καθώς τούτο ημπορεί να το βεβαιωθή τινάς, εάν αναγνώση την παλαιάν Γραφήν και τους Προφήτας· η δε καθαρά και εναργής και διά των ενεργειών αποκάλυψις της Αγίας Τριάδος εις τον ποταμόν Ιορδάνην έγινεν· αύτη γαρ η Αγία Τριάς είναι φύσις υπέρθεος. Όμοιον δε τούτο είναι, κατά τον ανώνυμον, με το ρητόν εκείνο του Δαβίδ, λέγοντος προς τον εν Τριάδι ένα Θεόν· «Σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους Θεούς» (Ψαλ. ψς´ 9)· από το οποίον ρητόν πολλοί Θεολόγοι επαρακινήθησαν να ειπούν επί Θεού την λέξιν ταύτην, υπέρθεος.

Έπρεπε δε η Αγία Τριάς, η εν γνόφω (εν τη αορασία της ακαταληψίας) πάλαι κεκαλυμμένη να φανερωθή εσχάτως τρανώς και καθαρώς εις όλην την Κτίσιν. Επειδή δε, κατά τον Απόστολον, παν το φανερούμενον φως εστι (Εφ. ε´ 13), φως αληθινόν άρα είναι η μακαρία και υπερούσιος Τριάς, η οποία εφανερώθη, ως είπομεν, εν τω Ιορδάνη· ο μεν γαρ Μονογενής Υιός κάτω σωματικώς εβαπτίζετο, ο δε Πατήρ εμαρτύρει αυτού την υιότητα, βροντών άνωθεν με φωνήν εξάκουστον και μεγάλην, και πάντων τας ακοάς κατακτυπών και λέγων «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Ματθ. γ´ 17), το δε Πνεύμα το Άγιον φανέν εν είδει περιστεράς, παρευρίσκετο με τον βαπτιζόμενον Υιόν ως ομοούσιον αυτού.

Εδανείσθη δε ταύτα ο Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον ούτω λέγοντα· «Άνεισιν Ιησούς εκ του ύδατος· συναναφέρει γαρ εαυτώ τον Κόσμον, και ορά σχιζομένους τους Ουρανούς, ούς ο Αδάμ έκλεισεν εαυτώ τε και τοις μετ᾿ αυτόν, ώσπερ και τη φλογίνη ρομφαία τον Παράδεισον και το Πνεύμα μαρτυρεί την Θεότητα· τω γαρ ομοίω (τω ομοουσίω) προστρέχει και η εξ Ουρανών φωνή· εκείθεν γαρ ο μαρτυρούμενος, και ως περιστερά· τιμά γαρ το σώμα, επεί και τούτο τη θεώσει Θεός σωματικώς ορωμένη» (Λόγος εις τα Φώτα). Ταύτα ερμηνεύων ο Σχολιαστής Νικήτας λέγει· «Το Πνεύμα σωματικώς οραθέν, και ως περιστερά προσελθόν τω Χριστώ, τιμά το σώμα αυτού, όπερ ούτε φύσει (ην) Θεός, άτοπον γαρ, ούτε θέσει· ου γαρ εκ προκοπής, αλλά τη θεώσει και τη καθ᾿ υπόστασιν ενώσει, υπέρ φύσιν και θέσιν εξ αυτής της ενώσεως θεωθέν».

Έφη δε και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού περί της υπεροχής του θεοϋποστάτου προσλήμματος· «Τού προαιωνίου Λόγου, ου μόνον η Θεότης ανεξιχνίαστος, αλλά και ο προς την σάρκα της ενώσεως τρόπος απερινόητος, και η συγκατάβασις ανυπέρβλητος, και το του προσλήμματος θείον και απόρρητον ύψος, υπερεξηρημένον (εστί) και νού και λόγου παντός, ως μηδέ τούτο σύγκρισιν όλων προς την Κτίσιν επιδέχεσθαι δύνασθαι· ωραίος γαρ, φησί, κάλλει παρά τους Υιούς των ανθρώπων· ουκ είπεν ωραιότερος, αλλ᾿ απλώς, ωραίος, ίνα μη τα ασύγκριτα συγκρίνη ψιλοίς ανθρώποις, φύσιν ομόθεον».


Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Πηγή: /agiameteora.net