Ο μοναχός Γαλακτίων Ιλλίε, κοινοβιάτης στη Μονή Συχαστρία της Ρουμανίας από το 1918, τηρούσε με ακρίβεια τη νηστεία. Άν δεν τελείωνε τον μοναχικό του κανόνα, δεν έτρωγε τίποτα. Την Τετάρτη και την Παρασκευή νήστευε μέχρι το βράδυ, την ώρα που θα έβγαιναν τ' αστέρια. Τότε έκανε το σταυρό του, ζητούσε συγχώρηση απ' όλους, έπαιρνε αντίδωρο και ύστερα έτρωγε.
-Γέροντα, του είπε ο μαθητής του, η ημέρα είναι μεγάλη, κι εσύ ηλικιωμένος και αδύνατος. Δεν είναι καλύτερα να τρως το φαγητό σου νωρίτερα;
-Κάποτε, αποκρίθηκε εκείνος, ένας άγιος είδε να πηγαίνουν κάποιο νεκρό στον τάφο. Μπροστά και πίσω τον συνόδευαν δύο ωραίοι Άγγελοι.
"Ποιοί είστε εσείς;" ρώτησε ο άγιος.
"Εγώ ονομάζομαι Τετάρτη κι εγώ Παρασκευή!" απάντησαν οι άγγελοι. "Ήρθαμε εδώ, με εντολή του Κυρίου, να βοηθήσουμε αυτή την ψυχή, γιατί σε όλη της τη ζωή νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή για να τιμήσει τα Πάθη του Κυρίου".
"Από τότε, - συμπλήρωσε ο π. Γαλακτίων -, δεν έφαγα ποτέ πια αυτές τις ημέρες, για να με βοηθήσουν κι εμένα η Τετάρτη και η Παρασκευή την ώρα του θανάτου μου".
Από το: Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων
εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου