Όπως διδαχθήκαμε, η αληθινή θεωρία αρχίζει τη στιγμή που αρχίζομε να γνωρίζουμε την αμαρτία μέσα μας. Η Παλαιά Διαθήκη αντιλαμβάνεται την αμαρτία ως παράβαση των ηθικών και θρησκευτικών διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου. Η Κ. Διαθήκη μετέφερε την ιδέα της αμαρτίας μέσα στον άνθρωπο. Το να αντιληφθούμε την αμαρτία μέσα μας είναι μια πνευματική πράξη, αδύνατη χωρίς τη θεία χάρη.
Η αμαρτία δεν είναι παράβαση των ηθικών μέτρων της ανθρωπίνης κοινωνίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διατάξεως. Η αμαρτία μας αποκόπτει από το Θεό της αγάπης. Η ύπαρξη της ιδέας της αμαρτίας είναι δυνατή εκεί όπου ο Θεός υπολογίζεται ως απόλυτη Υπόσταση. Το ίδιο κι η μετάνοια για την αμαρτία είναι δυνατή και σωστή μόνον όπου υπάρχει προσωπική σχέση με το Θεό. Η συνάντηση με τον προσωπικό Θεό, είναι το γεγονός που την κάνει αντιληπτή. Ο αμαρτωλός άνθρωπος αμέσως αποκτά την πείρα της και συγχρόνως αισθάνεται φόβο και μεταρσίωση. Είναι μια εκ των άνω αναγέννηση. Ένα μοναδικό άνθος που αναπτύσσεται μέσα μας. Η υπόσταση-πρόσωπο. Όπως η Βασιλεία των Ουρανών έτσι και το πρόσωπο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως».
Η ψυχή έρχεται πρώτα σε γνώση του εαυτού της και κατόπιν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό. Και το γεγονός ότι η τέτοια προσευχή είναι δώρο του προσευχόμενου μέσα μας Θεού δείχνει ότι το πρόσωπο γεννιέται εκ των Άνω και έτσι δεν υπόκειται στους νόμους της φύσεως. Το πρόσωπο ξεπερνά τα γήινα όρια και κινείται σε άλλες σφαίρες. Αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι ένα και μοναδικό.
Η Απόλυτη Ύπαρξη είναι υποστατική και ο άνθρωπος σαν εικόνα του Απολύτου, είναι υποστατικός. Πνεύμα ο Θεός, πνεύμα και ο άνθρωπος-υπόσταση. … Ο άνθρωπος σαν υπόσταση είναι μια αρχή που ενοποιεί την πολλαπλότητα του κοσμικού όντος, ικανός να περιλάβει την πληρότητα της θείας και ανθρωπίνης ζωής.
Το πρόσωπο δεν καθορίζει τον εαυτό του σαν αντίθεση. Είναι μια κατάσταση αγάπης. Η αγάπη είναι το πλέον βαθύ περιεχόμενο της υπάρξεώς του, η ευγενέστερη έκφραση της ουσίας του. Σ’ αυτή την αγάπη βρίσκεται το καθ’ ομοίωση του Θεού ο οποίος είναι αγάπη. Καθ’ αυτό το πρόσωπο είναι μια τελειότητα που υπερβαίνει κάθε άλλη κοσμική αξία. Χαρούμενος για την ελευθερία που ανακάλυψε, ο άνθρωπος θεωρεί το Θείο κόσμο.
Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώση μπορεί να διατυπωθεί με ορισμούς αλλά το πρόσωπο είναι πιο πάνω από κάθε ορισμό, και κατά συνέπεια άγνωστο εξωτερικά· μόνο το ίδιο μπορεί ν’ αποκαλύψει τον εαυτό του.
Στο Θείο Όν η Υπόσταση αποτελεί την πιο εσωτερική αρχή του Όντος. Ομοίως στο ανθρώπινο όν η υπόσταση είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο. Πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, εν τω αφθάρτω … του πνεύματος … o εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» - αυτό είναι ο πιο πολύτιμος πυρήνας ολόκληρης της ανθρωπίνης υπάρξεως, προικισμένος με την ικανότητα της αυτογνωσίας και του αυτοπροορισμού, την κατοχή δημιουργικής ενέργειας και τη δυνατότητα της γνώσεως όχι μόνο του κόσμου της δημιουργίας αλλά και του Θείου κόσμου. Προικισμένος με αγάπη ο άνθρωπος αισθάνεται συνδεδεμένος με τον αγαπημένο του Θεό. Με αυτό το σύνδεσμο γνωρίζει το Θεό, και έτσι η αγάπη και γνώση γίνονται μια ενέργεια.
Ο Θεός αποκαλύπτεται κυρίως δια της καρδίας σαν αγάπη και φως. Η προσωπική αποκάλυψη καθιστά τη γενική αποκάλυψη της Κ. Διαθήκης πνευματικά οικειότερη. Αυτή η προσωπική αποκάλυψη μπορεί να δοθεί αιφνιδιαστικά, αλλά και ο άνθρωπος που τη λαμβάνει μπορεί να την αφομοιώσει σιγά-σιγά ύστερα από μακροχρόνιο ασκητικό αγώνα. Από την πρώτη στιγμή το ζωντανό περιεχόμενο της αποκαλύψεως είναι φανερό και η ψυχή δεν αισθάνεται καμιά ώθηση να ερμηνεύσει με λογικές διεργασίες τη χάρη που δέχθηκε. Πάντα όμως η ψυχή ποθεί μια βαθύτερη γνώση.
… η γνώση την οποία προσφέρει έχει έναν ιδιότυπο αντικειμενικό χαρακτήρα, τον οποίο επανειλημμένα παρατηρούμε ανά τους αιώνες στους βίους πολλών ατόμων, ταυτόσημο σε μεγάλο βαθμό τόσο στην πείρα τους όσο και στον αυτοπροορισμό τους.
Ως αγάπη η υπόσταση απαιτεί άλλη υπόσταση. Αυτό το βλέπομε στην αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο και στην περίπτωση του ανθρώπου. … Όταν το ανθρώπινο πρόσωπο στέκεται μπροστά σε αυτόν ο οποίος αυτοαποκαλείται ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ, το πνεύμα του, ολόκληρη η ύπαρξή του όχι μόνο τον δοξάζει αλλά υποφέρει για την μικρότητά της, την άγνοιά της, τα σφάλματά της.
Όταν ψάχνομε να δικαιολογήσομε μια αμαρτωλή πράξη, παραβαίνουμε έτσι εμπράκτως τη διαθήκη που μας ενώνει με το Θεό. Ο Θεός δεν μας αναγκάζει αλλ’ ούτε καταπιέζεται. Αποτραβιέται και μας εγκαταλείπει στερημένους της φωτεινής του παρουσίας. … Με τη μετάνοια και την κατά συνέπεια αυξανόμενη χάρη μέσα μας, η πραγματικότητα του θείου κόσμου υπερισχύει του ορατού κόσμου, και οδηγούμαστε στη θεωρία της ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.
Η αμαρτία δεν είναι παράβαση των ηθικών μέτρων της ανθρωπίνης κοινωνίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διατάξεως. Η αμαρτία μας αποκόπτει από το Θεό της αγάπης. Η ύπαρξη της ιδέας της αμαρτίας είναι δυνατή εκεί όπου ο Θεός υπολογίζεται ως απόλυτη Υπόσταση. Το ίδιο κι η μετάνοια για την αμαρτία είναι δυνατή και σωστή μόνον όπου υπάρχει προσωπική σχέση με το Θεό. Η συνάντηση με τον προσωπικό Θεό, είναι το γεγονός που την κάνει αντιληπτή. Ο αμαρτωλός άνθρωπος αμέσως αποκτά την πείρα της και συγχρόνως αισθάνεται φόβο και μεταρσίωση. Είναι μια εκ των άνω αναγέννηση. Ένα μοναδικό άνθος που αναπτύσσεται μέσα μας. Η υπόσταση-πρόσωπο. Όπως η Βασιλεία των Ουρανών έτσι και το πρόσωπο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως».
Η ψυχή έρχεται πρώτα σε γνώση του εαυτού της και κατόπιν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό. Και το γεγονός ότι η τέτοια προσευχή είναι δώρο του προσευχόμενου μέσα μας Θεού δείχνει ότι το πρόσωπο γεννιέται εκ των Άνω και έτσι δεν υπόκειται στους νόμους της φύσεως. Το πρόσωπο ξεπερνά τα γήινα όρια και κινείται σε άλλες σφαίρες. Αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Είναι ένα και μοναδικό.
Η Απόλυτη Ύπαρξη είναι υποστατική και ο άνθρωπος σαν εικόνα του Απολύτου, είναι υποστατικός. Πνεύμα ο Θεός, πνεύμα και ο άνθρωπος-υπόσταση. … Ο άνθρωπος σαν υπόσταση είναι μια αρχή που ενοποιεί την πολλαπλότητα του κοσμικού όντος, ικανός να περιλάβει την πληρότητα της θείας και ανθρωπίνης ζωής.
Το πρόσωπο δεν καθορίζει τον εαυτό του σαν αντίθεση. Είναι μια κατάσταση αγάπης. Η αγάπη είναι το πλέον βαθύ περιεχόμενο της υπάρξεώς του, η ευγενέστερη έκφραση της ουσίας του. Σ’ αυτή την αγάπη βρίσκεται το καθ’ ομοίωση του Θεού ο οποίος είναι αγάπη. Καθ’ αυτό το πρόσωπο είναι μια τελειότητα που υπερβαίνει κάθε άλλη κοσμική αξία. Χαρούμενος για την ελευθερία που ανακάλυψε, ο άνθρωπος θεωρεί το Θείο κόσμο.

Στο Θείο Όν η Υπόσταση αποτελεί την πιο εσωτερική αρχή του Όντος. Ομοίως στο ανθρώπινο όν η υπόσταση είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο. Πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, εν τω αφθάρτω … του πνεύματος … o εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» - αυτό είναι ο πιο πολύτιμος πυρήνας ολόκληρης της ανθρωπίνης υπάρξεως, προικισμένος με την ικανότητα της αυτογνωσίας και του αυτοπροορισμού, την κατοχή δημιουργικής ενέργειας και τη δυνατότητα της γνώσεως όχι μόνο του κόσμου της δημιουργίας αλλά και του Θείου κόσμου. Προικισμένος με αγάπη ο άνθρωπος αισθάνεται συνδεδεμένος με τον αγαπημένο του Θεό. Με αυτό το σύνδεσμο γνωρίζει το Θεό, και έτσι η αγάπη και γνώση γίνονται μια ενέργεια.
Ο Θεός αποκαλύπτεται κυρίως δια της καρδίας σαν αγάπη και φως. Η προσωπική αποκάλυψη καθιστά τη γενική αποκάλυψη της Κ. Διαθήκης πνευματικά οικειότερη. Αυτή η προσωπική αποκάλυψη μπορεί να δοθεί αιφνιδιαστικά, αλλά και ο άνθρωπος που τη λαμβάνει μπορεί να την αφομοιώσει σιγά-σιγά ύστερα από μακροχρόνιο ασκητικό αγώνα. Από την πρώτη στιγμή το ζωντανό περιεχόμενο της αποκαλύψεως είναι φανερό και η ψυχή δεν αισθάνεται καμιά ώθηση να ερμηνεύσει με λογικές διεργασίες τη χάρη που δέχθηκε. Πάντα όμως η ψυχή ποθεί μια βαθύτερη γνώση.
… η γνώση την οποία προσφέρει έχει έναν ιδιότυπο αντικειμενικό χαρακτήρα, τον οποίο επανειλημμένα παρατηρούμε ανά τους αιώνες στους βίους πολλών ατόμων, ταυτόσημο σε μεγάλο βαθμό τόσο στην πείρα τους όσο και στον αυτοπροορισμό τους.
Ως αγάπη η υπόσταση απαιτεί άλλη υπόσταση. Αυτό το βλέπομε στην αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο και στην περίπτωση του ανθρώπου. … Όταν το ανθρώπινο πρόσωπο στέκεται μπροστά σε αυτόν ο οποίος αυτοαποκαλείται ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ, το πνεύμα του, ολόκληρη η ύπαρξή του όχι μόνο τον δοξάζει αλλά υποφέρει για την μικρότητά της, την άγνοιά της, τα σφάλματά της.
Όταν ψάχνομε να δικαιολογήσομε μια αμαρτωλή πράξη, παραβαίνουμε έτσι εμπράκτως τη διαθήκη που μας ενώνει με το Θεό. Ο Θεός δεν μας αναγκάζει αλλ’ ούτε καταπιέζεται. Αποτραβιέται και μας εγκαταλείπει στερημένους της φωτεινής του παρουσίας. … Με τη μετάνοια και την κατά συνέπεια αυξανόμενη χάρη μέσα μας, η πραγματικότητα του θείου κόσμου υπερισχύει του ορατού κόσμου, και οδηγούμαστε στη θεωρία της ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.
Πηγή: Επιλεγμένα Κείμενα από το βιβλίο – Η ζωή μου η ζωή του