Προσευχές

[Προσευχές] [bsummary]

Αγιοι Πατερες - Διδασκαλιες

[Άγιοι Πατέρες - Διδασκαλίες] [twocolumns]

Ορθοδοξοι Προορισμοι

[Ορθόδοξοι Προορισμοί] [bleft]

Ψυχωφελη

[Ψυχωφελή] [twocolumns]

Ομιλία εις την Κυριακήν των Μυροφόρων

Η ανάστασις του Κυρίου είναι ανανέωσις της ανθρωπίνης φύσεως, είναι αναζώωσις και ανάπλασις και επάνοδος προς την αθάνατη ζωή του πρώτου ᾿Αδάμ που καταβροχθίσθηκε από τον θάνατο λόγω της αμαρτίας και διά του θανάτου επαλινδρόμησε προς την γη από την οποία επλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν εκείνον στην αρχή δεν τον είδε κανείς άνθρωπος να πλάττεται και παίρνη ζωή, αφού δεν υπήρχε κανείς άνθρωπος εκείνη την ώρα, μετά δε την λήψι της πνοής ζωής με θείο εμφύσημα πρώτη από όλους τον είδε μια γυναίκα, διότι μετά από αυτόν πρώτος άνθρωπος ήταν η Εύα.έτσι τον δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τον Κύριο, όταν ανίστατο από τους νεκρούς, κανείς άνθρωπος δεν τον είδε, αφού δεν παρευρισκόταν κανείς δικός του και οι στρατιώτες που εφύλασσαν το μνήμα ταραγμένοι από τον φόβο είχαν γίνει σαν νεκροί, μετά δε την ανάστασι πρώτη από όλους τον είδε μια γυναίκα, όπως ακούσαμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Μάρκος.διότι, λέγει, "όταν ο ᾿Ιησούς αναστήθηκε το πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή".

Φαίνεται βέβαια σαφώς ότι ο ευαγγελιστής είπε και την ώρα κατά την οποία αναστήθηκε ο Κύριος, δηλαδή πρωί, και ότι παρουσιάσθηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή και ότι εφάνηκε ακριβώς την ώρα της αναστάσεως. Δεν λέγει όμως έτσι, όπως θα φανή αν εξετάσωμε προσεκτικώτερα τα πράγματα.διότι λίγο παραπάνω και αυτός σε συμφωνία με τους άλλους ευαγγελιστάς λέγει ότι αυτή η Μαρία ήλθε και προηγουμένως μαζί με τις άλλες Μυροφόρες στον τάφο, και αφού τον είδε αδειανό απήλθε. ῞Ωστε ο Κύριος αναστήθηκε πολύ ενωρίτερα από το πρωί που τον είδε. ᾿Επισημαίνοντας δε και την ώρα εκείνη, δεν είπε απλώς πρωί, όπως εδώ, αλλά πολύ πρωί.επομένως ως ανατολή ηλίου εκεί εννοεί το αμυδρό φως που προτρέχει στον ορίζοντα, το οποίο δηλώνοντας και ο ᾿Ιωάννης λέγει ότι ήλθε το πρωί, όταν ακόμη ήταν σκοτεινά η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνημείο και είδε την πέτρα σηκωμένη από το μνημείο.

Δεν ήλθε δε μόνο προς το μνήμα τότε αυτή, κατά τον ᾿Ιωάννη, αλλά και απομακρύνθηκε από το μνήμα, χωρίς να ιδή τον Κύριο ακόμη. Τρέχει κι᾿ έρχεται προς τον Πέτρο και τον ᾿Ιωάννη, και αναγγέλει όχι ότι αναστήθηκε ο Κύριος, αλλ᾿ ότι μεταφέρθηκε από τον τάφο, ώστε δεν εγνώριζε ακόμη την ανάστασι. ῾Επομένως ο Κύριος εμφανίσθηκε στη Μαρία όχι εντελώς πρώτη, αλλά μετά την πλήρη έλευσι της ημέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι που αναφέρεται συνεσκιασμένως από τους ευαγγελιστάς, το οποίο θ᾿ αποκαλύψω προς την αγάπη σας. Πραγματικά το ευαγγέλιο της αναστάσεως του Κυρίου πρώτη από όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό και δίκαιο, εδέχθηκε από τον Κύριο η Θεοτόκος και αυτή είδε πριν από όλους τον αναστάντα και απήλαυσε τη θεία ομιλία του, και όχι μόνο τον είδε με τους οφθαλμούς της και έγινε αυτήκοος αυτού, αλλά και πρώτη και μόνη άγγιξε τα άχραντα πόδια του, έστω και αν οι ευαγγελισταί δεν τα λέγουν φανερά όλα αυτά, μη θέλοντας να προσαγάγουν ως μάρτυρα την μητέρα, για να μην δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους. ᾿Επειδή δε τώρα εμείς με τη χάρη του αναστάντος ομιλούμε προς πιστούς και η υπόθεσις της εορτής απαιτεί επείγουσα διευκρίνησι των σχετικών με τις Μυροφόρες, με την άδεια αυτού που είπε "δεν υπάρχει κρυφό που δεν θα γίνη φανερό", θα το φανερώσωμε και τούτο.

Λοιπόν Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν τον Κύριο μαζί με την Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και εφρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ο ᾿Ιωσήφ και ο Νικόδημος εζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από τον σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το ετοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο, και έβαλαν μεγάλη πέτρα επάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που εκαθόταν απέναντι του τάφου. Με την φράσι και η άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε την Θεομήτορα.διότι αυτή ελεγόταν μητέρα και του ᾿Ιακώβου και του ᾿Ιωσή, που ήσαν από τον ᾿Ιωσήφ τον Μνήστορα. Δεν παρευρίσκονταν μόνο αυτές παρατηρώντας, όταν ενταφιαζόταν ο Κύριος, αλλά και άλλες γυναίκες, όπως ιστόρησε ο Λουκάς γράφοντας."παρακολουθώντας κάποιες γυναίκες που είχαν έλθει μαζί του από την Γαλιλαία, είδαν το μνημείο και την σ᾿ αυτό τοποθέτησι του σώματός του. ήσαν η Μαγδαληνή Μαρία και η ᾿Ιωάννα και η Μαρία του ᾿Ιακώβου και οι άλλες μαζί τους".

Αφού δε επέστρεψαν, λέγει, αγόρασαν αρώματα και μύρα.διότι δεν είχαν καταλάβει ακριβώς ότι αυτός είναι αληθινά η οσμή της ζωής για εκείνους που τον πλησιάζουν με πίστι, όπως οσμή θανάτου καταλαμβάνει τους έως το τέλος απειθείς, και η οσμή των ενδυμάτων του, δηλαδή του ιδίου του σώματος, είναι ανωτέρα από όλα τα αρώματα και το όνομά του είναι μύρο χυμένο, με το οποίο εγέμισε θεία ευωδία την οικουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μύρα και αρώματα, αφ᾿ ενός μεν προς τιμήν του νεκρού, αφ᾿ ετέρου δε για παρηγοριά από τη δυσωδία του σώματος, όταν θα έλειωνε, βοηθώντας με την αλοιφή των τους επιθυμούντας να παραμένουν δίπλα.

Αφού λοιπόν ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα, κατά την εντολή το Σάββατο ησύχασαν.διότι δεν είχαν καταλάβει ακόμη τα αληθινά σάββατα, ούτε είχαν γνωρίσει καλά το ευλογημένο εκείνο σάββατο που μεταφέρει τη φύσι τους από τα βάραθρα του άδη στο ολόφωτο και θείο και ουράνιο ύψος. "Την πρώτη της εβδομάδος, όρθρο βαθύ", όπως λέγει ο Λουκάς, "ήλθαν στο μνήμα, φέροντας τα αρώματα που ετοίμασαν".ο δε Ματθαίος λέγει, "αργά το Σάββατο, ξημερώνοντας την πρώτη της εβδομάδος" και ότι οι προσελθούσες είναι δύο.ο ᾿Ιωάννης "το πρωί, ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά", και ότι μια είναι η προσελθούσα, Μαρία η Μαγδαληνή.ο δε Μάρκος "πολύ πρωί της πρώτης της εβδομάδος" και ότι τρεις είναι οι προσελθούσες. Πρώτη λοιπόν της εβδομάδος λέγουν όλοι οι ευαγγελισταί την Κυριακή.αργά το Σάββατο, όρθρο βαθύ, πολύ πρωί και πρωί σκοτεινά ακόμη, ονομάζουν τον χρόνο γύρω από τον όρθρο, ανάμικτο από φως και σκότος.αυτός ο χρόνος είναι, αφού αρχίζει να αυγάζει το ανατολικό μέρος του ορίζοντος που προκαταγγέλλει την ημέρα. Μπορεί δε κανείς παρατηρώντας από μακριά, προς αυτό, να το ιδή να αρχίζη να χρωματίζεται από φως γύρω από την ενάτη ώρα της νυκτός, ώστε έως την πλήρη ημέρα να υπολείπωνται τρεις ώρες.



Φαίνονται βέβαια να διαφωνούν κάπως οι ευαγγελισταί μεταξύ τους τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών, επειδή, όπως είπα, οι Μυροφόρες ήσαν πολλές, και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, αλλά και δύο και τρεις φορές, συντροφιά μεν, αλλ᾿ όχι οι ίδιες, και κατά τον όρθρο μεν όλες, αλλ᾿ όχι τον ίδιο χρόνο ακριβώς, η δε Μαγδαληνή ήλθε πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. Κάθε ευαγγελιστής λοιπόν αναφέρει μια προέλευσι μερικών και παραλείπει τις άλλες. ῞Οπως δε εγώ υπολογίζω και συνάγω από όλους τους ευαγγελιστάς, σύμφωνα με όσα είπα προηγουμένως, πρώτη από όλες ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί την Μαγδαληνή Μαρία. Τούτο κυρίως το συμπεραίνω από τον ευαγγελιστή Ματθαίο. Διότι, λέγει, "ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία", που ήταν οπωσδήποτε η Θεομήτωρ, για να ιδούν τον τάφο. Καί ιδού έγινε μέγας σεισμός.διότι άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, προσήλθε, απεκύλισε την πέτρα από την θύρα του μνημείου κι᾿ εκαθόταν επάνω σ᾿ αυτήν.ήταν δε η μορφή του σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν το χιόνι, από τον φόβο δε εμπρός του εταράχθηκαν οι φύλακες κι᾿ έγιναν σαν νεκροί".

Ολες λοιπόν οι άλλες γυναίκες ήλθαν μετά το σεισμό και την φυγή των φυλάκων, κι᾿ ευρήκαν τον τάφο ανοιγμένο και την πέτρα αποκυλισμένη.η δε Παρθενομήτωρ έφθανε τη στιγμή που εγινόταν ο σεισμός, αποκυλίσθηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήσαν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο.γι᾿ αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώθηκαν και εκύτταξαν αμέσως να φύγουν, ενώ η Θεομήτωρ εντρυφούσε στη θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ότι γι᾿ αυτήν πρώτη ανοίχθηκε ο ζωηφόρος εκείνος τάφος (διότι γι᾿ αυτήν πρώτη και δι᾿ αυτής έχουν ανοιχθή σ᾿ εμάς όλα, όσα είναι επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη) και ότι γι᾿ αυτήν άστραπτε έτσι ο άγγελος, ώστε, αν και η ώρα ήταν ακόμη σκοτεινή, αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να ιδή τον τάφο κενό, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερσι του ενταφιασθέντος.

Ηταν δε προφανώς ο ευαγγελιστής άγγελος ο ίδιος ο Γαβριήλ. Διότι μόλις την είδε αυτός να σπεύδη προς τον τάφο, αυτός που παλαιότερα της είχε ειπεί, "μη φοβήσαι, Μαρία, διότι ευρήκες χάρι από τον Θεό", σπεύδει και τώρα και κατεβαίνει να ειπή το ίδιο πάλι στην αειπάρθενο και να αναγγείλη την από τους νεκρούς ανάστασι του γεννηθέντος από αυτήν ασπόρως, να σηκώση την πέτρα, να υποδείξη τον κενό τάφο και τα εντάφια, κι᾿ έτσι να επιβεβαιώση την καλή αγγελία. Διότι, λέγει, "αποκρινόμενος ο άγγελος, είπε στις γυναίκες.μη φοβήσθε εσείς, ζητείτε τον ᾿Ιησού, τον εσταυρωμένο; αναστήθηκε.ιδού ο τόπος όπου εκοιτόταν ο Κύριος". ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τους φύλακες συγκλονισμένους από τον φόβο, αλλά εσείς να μην φοβήσθε. διότι γνωρίζω ότι ζητείτε ᾿Ιησούν τον εσταυρωμένο.εσηκώθηκε, δεν είναι εδώ. Διότι αυτός, όχι μόνο είναι ακράτητος από του άδη και του θανάτου και του τάφου τα κλείστρα και τους μοχλούς και τις σφραγίδες, αλλ᾿ είναι και κύριος των αθανάτων και ουρανίων αγγέλων μας και μόνος αυτός είναι Κύριος του σύμπαντος."ιδέτε", λέγει, "τον τόπον όπου εκοιτόταν ο Κύριος και πηγαίνετε γρήγορα να ειπήτε στους μαθητάς του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς".

"᾿Αφού δε εξήλθαν", λέγει, "με φόβο και χαρά μεγάλη". ᾿Εγώ νομίζω πάλι ότι τον μεν φόβο έχει ακόμη η Μαγδαληνή Μαρία και οι άλλες γυναίκες που είχαν έλθει έως τότε μαζί (διότι αυτές δεν κατενόησαν την σημασία των λόγων του αγγέλου ούτε μπόρεσαν να συλλάβουν τελείως το φως, ώστε να ιδούν και μάθουν ακριβώς), ενώ η Θεομήτωρ απέκτησε τη μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τα λόγια του αγγέλου και παραδόθηκε ολόκληρη στο φως, ως τελείως καθαρά και θείως χαριτωμένη, εγνώρισε με όλα αυτά την αλήθεια κι᾿ επίστευσε στον αρχάγγελο, επειδή αυτός από πολύν καιρό της εφάνηκε διά των έργων αξιόπιστος. Πως άλλωστε, αφού ήταν παρούσα στα γεγονότα η θεόσοφος Παρθένος, δεν θα κατανοούσε το συμβάν, αφού δηλαδή είδε σεισμό, και μάλιστα μεγάλο, άγγελο να κατέρχεται από τον ουρανό, και μάλιστα αστραποβόλο, τη νέκρωσι των φυλάκων και του λίθου την μετάθεσι, την κένωσι του τάφου και το μέγα θαύμα των ενταφίων, που ήσαν άλυτα και συγκρατημένα με σμύρνα και αλόη και συγχρόνως εφαίνονταν αδειανά από το σώμα, και επί πλέον αφού έλαβε την χαρμόσυνη προς αυτήν θέα και αγγελία του αγγέλου; ῞Οταν δε εξήλθαν μετά τον ευαγγελισμό τούτον, η μεν Μαγδαληνή Μαρία, σαν να μην άκουσε καν τον άγγελο, αφού άλλωστε ούτε εκείνος ωμίλησε γι' αυτήν, διαπιστώνει μόνο την κένωσι του τάφου, χωρίς να αναφέρει καθόλου τα εντάφια.και τρέχει προς τον Σίμωνα Πέτρο και τον άλλο μαθητή, όπως λέγει ο ᾿Ιωάννης.

῾Η δε Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη από άλλες γυναίκες, επανερχόταν πάλι εκεί από όπου ήλθε.και ιδού, όπως λέγει ο Ματθαίος "ο ᾿Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας, χαίρεται". Βλέπετε ότι και πριν από την Μαγδαληνή Μαρία η Θεομήτωρ είδε αυτόν που για την σωτηρία μας έπαθε σαρκικά και ετάφηκε και αναστήθηκε; "Αυτές δε", λέγει, "προσήλθαν, έπιασαν τα πόδια του και τον προσκύνησαν". ῞Οπως δε, όταν η Θεοτόκος άκουσε το ευαγγέλιο της αναστάσεως μαζί με την Μαγδαληνή Μαρία από τον άγγελο, μόνο αυτή κατάλαβε τη σημασία των λόγων, έτσι και μαζί με τις άλλες γυναίκες, όταν συνάντησε τον Υιό και Θεό, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον αναστάντα και προσπίπτοντας έπιασε τα πόδια του κι᾿ έγινε απόστολός του προς τους ᾿Αποστόλους. ῞Οτι δε η Μαγδαληνή Μαρία δεν ήταν μαζί με την Μητέρα του Θεού, όταν επιστρέφοντας από τον τάφο την συνάντησε και της παρουσιάσθηκε και της ωμίλησε ο Κύριος, διδασκόμαστε από τον ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, "τρέχει αυτή προς τον Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλο μαθητή, τον οποίο αγαπούσε ο ᾿Ιησούς, και λέγει σ᾿ αυτούς, εσήκωσαν τον Κύριο από το μνήμα και δεν γνωρίζομε που τον ετοποθέτησαν". Πως τάχα, αν τον είδε και τον άγγισε με τα χέρια της και τον άκουσε να ομιλή, θα έλεγε τέτοια πράγματα, ότι τον εσήκωσαν και τον μετέθεσαν, που όμως, δεν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά το δρόμο του Πέτρου και του ᾿Ιωάννη προς τον τάφο και την εκεί θέα των σινδονιών και την επιστροφή, λέγει, "η δε Μαρία εστεκόταν κόντα στο μνημείο έξω κλαίοντας".

Βλέπετε ότι όχι μόνο δεν τον είχε ιδεί ακόμη, αλλ᾿ ούτε καν είχε πληροφορηθή σχετικά; Καί όταν δε την ερώτησαν οι παρουσιασθέντες άγγελοι, γυναίκα, "γιατί κλαίεις", εκείνη πάλι αποκρίνεται σαν για νεκρό. Καθώς δε εστράφηκε και είδε τον ᾿Ιησού, ούτε τότε δεν εκατάλαβε, αλλά ερωτωμένη από αυτόν, τι κλαίει, απαντά παρόμοια, έως ότου εκείνος, καλώντας την ονομαστικά, παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας και αυτή και ζητώντας να προσφέρη τον ασπασμό στα πόδια εκείνου, άκουσε από αυτόν τις λέξεις, "μη μ᾿ εγγίζης". ᾿Από αυτό μαθαίνομε ότι, όταν προηγουμένως εφάνηκε στη μητέρα και στις γυναίκες που ήσαν μαζί, μόνο σ᾿ αυτήν επέτρεψε να πιάση τα πόδια του, αν και ο Ματθαίος αποδίδει τούτο και στις άλλες γυναίκες, μη θέλοντας για την αιτία που είπαμε στην αρχή να προβάλη φανερά την μητέρα στο θέμα αυτό.

Αφού δε πρώτη ήλθε στον τάφο η αειπάρθενος Μαρία και πρώτη εδέχθηκε το μήνυμα της αναστάσεως, έπειτα ήλθαν πολλές μαζί, είδαν και εκείνες την πέτρα αποκυλισμένη και άκουσαν τους αγγέλους, που επιστρέφοντας με το άκουσμα αυτό και την θέα εχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, όπως λέγει ο Μάρκος, "έφυγαν από το μνήμα, κυριαρχημένες από φόβο και έκστασι και δεν είπαν σε κανένα τίποτε, διότι εφοβούνταν".άλλες ακολούθησαν την Μητέρα του Κυρίου, και αυτές ήσαν που επέτυχαν την θέα και συνομιλία του Δεσπότη. ῾Η δε Μαγδαληνή επήγε στον Πέτρο και τον ᾿Ιωάννη, μαζί με τους οποίους έρχεται πάλι μόνη στον τάφο.όταν δε εκείνοι αναχώρησαν, αυτή παραμένοντας αξιώνεται της δεσποτικής θέας, στέλλεται και αυτή προς τους ᾿Αποστόλους και έρχεται πάλι προς αυτούς, για ν᾿ απαγγείλη σε όλους, όπως λέγει ο ᾿Ιωάννης, "ότι είδε τον Κύριο, που είπε σ᾿ αυτήν αυτά". Αυτή λοιπόν η θέα λέγει και ο Μάρκος ότι έγινε πρωί, δηλαδή κατά την πλήρη αρχή της ημέρας, αφού επέρασε όλος ο όρθρος, αλλά δεν ισχυρίζεται ότι τότε έγινε η ανάστασις του Κυρίου ή η πρώτη εμφάνισίς του.

Εχομε λοιπόν τα συμβάντα εξακριβωμένα και την από την αρχή ζητουμένη συμφωνία των τεσσάρων ευαγγελιστών ως προς αυτά. Οι δε μαθηταί κατά την ημέρα της αναστάσεως την ίδια, ενώ άκουσαν από τις Μυροφόρες και τον Πέτρο, καθώς και από τον Λουκά και τον Κλεόπα, ότι ο Κύριος ζη και εθεάθηκε από αυτές, απίστησαν.γι᾿ αυτό ονειδίζονται από αυτόν, όταν τους εμφανίσθηκε ύστερα, καθώς ήσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν όμως παρέστησε τον εαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους και πολλές φορές, όχι μόνο επίστευσαν όλοι, αλλά και εκήρυξαν παντού."ο λόγος τους εξήλθε σε όλη τη γη και τα ρήματά τους έφθασαν στα πέρατα της οικουμένης", "ενώ ο Κύριος συνεργούσε και εβεβαίωνε τον λόγο με τα συνοδευτικά θαύματα".διότι τα θαύματα ήσαν αναγκαιότατα, μέχρις ότου κηρυχθή ο λόγος σε όλη τη γη. ᾿Αλλά χρειάζονται μεν σημεία και τεράστια θαύματα προς παράστασι και βεβαίωσι της αληθείας του κηρύγματος.χρειάζονται όμως σημεία, αλλ᾿ όχι τεράστια προς παράστασι αυτών που υποδέχθηκαν τον λόγο, αν βεβαίως επίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεία; Τα από τα έργα. "Δείξε μου", λέγει, "την πίστη σου από τα έργα σου", και "ποιός είναι πιστός, ας δείξη τα έργα του από την καλή διαγωγή". Ποιός θα πιστεύση πραγματικά ότι έχει διάνοια θεία και υψηλή, και θα ελέγαμε ουράνια, όπως είναι η ευσέβεια, αυτός που επιδίδεται σε φαύλα έργα και είναι προσηλωμένος στη γη και στα γήινα;

Δεν ωφελεί τίποτε λοιπόν, αδελφοί, εάν λέγη κανείς ότι έχει θεία πίστι, δεν έχει όμως έργα κατάλληλα στην πίστι. Τι ωφέλησαν οι λαμπάδες τις μωρές παρθένους, αφού δεν είχαν έλαιο, δηλαδή τα έργα της αγάπης και της συμπαθείας; Τι ωφέλησε η επίκλησις του ᾿Αβραάμ σαν πατρός τον πλούσιο εκείνον που τηγανιζόταν στην άσβεστη φλόγα εξ αιτίας της ασυμπαθείας προς τον Λάζαρο; Τι ωφέλησε η δήθεν ευπείθεια προς την πρόσκλησι εκείνον τον άνθρωπον που δεν είχε αποκτήσει διά των αγαθών έργων ένδυμα κατάλληλο για το θείο γάμο και για τον άφθαρτο εκείνο νυμφώνα; Προσκλήθηκε μεν και προσήλθε, διότι επίστευσε οπωσδήποτε, και παρακάθησε με τους αγίους εκείνους συνδαιτυμόνες, αλλ᾿ όταν εξεσκεπάσθηκε και καταισχύνθηκε, ως ενδεδυμένος την φαυλότητα από τα ήθη και τις πράξεις εδέθηκε ανηλεώς χειροπόδαρα κι᾿ ερρίφθηκε στη γέεννα του πυρός, όπου επικρατεί ο κλαυθμός και ο τρυγμός των οδόντων.

Αυτήν είθε να μη την δοκιμάση κανείς Χριστιανός, αλλ᾿ επιδεικνύοντας όλοι διαγωγή πρέπουσα στην πίστι, να εισέλθωμε στον νυμφώνα της άφθαρτης ευφροσύνης και να ζήσωμε αιωνίως μαζί με τους αγίους εκεί, όπου είναι η κατοικία όλων των ευφραινομένων. Γένοιτο.

του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά