Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου
Εάν το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό, και το καλό δένδρο παράγει επίσης καλόν καρπό (Ματθ. 7, 16. Λουκ. 6, 44), η μητέρα της αυτοαγαθότητος, η γεννήτρια της αίδιας καλλονής, πως δεν θα υπερείχε ασυγκρίτως κατά την καλοκαγαθία από κάθε αγαθό εγκόσμιο και υπερκόσμιο; Διότι η δύναμις που εκαλλιέργησε τα πάντα, η συναίδια και απαράλλακτη εικών της αγαθότητος, ο προαιώνιος και υπερούσιος και υπεράγαθος Λόγος, από ανέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ ευσπλαγχνία για χάρι μας ηθέλησε να περιβληθή την ιδική μας εικόνα, για να ανακαλέση την φύσι που είχε συρθή κάτω στους μυχούς του άδη και να την ανακαινίση, διότι είχε παλαιωθή, και να την αναβιβάση προς το υπερουράνιο ύψος της βασιλείας και θεότητός Του.
Για να ενωθή λοιπόν με αυτήν καθ᾽ υπόσταση, επειδή εχρειαζόταν σαρκικό πρόσλημα και σάρκα νέα συγχρόνως και ιδική μας, ώστε να μας ανανεώση από εμάς τους ίδιους, επί πλέον δε εχρειαζόταν και κυοφορία και γέννα σαν τη δική μας, τροφή μετά τη γέννα και κατάλληλη αγωγή, γινόμενος προς χάριν μας καθ᾽ όλα σαν εμάς, ευρίσκει για όλα πρέπουσα υπηρέτρια και χορηγό αμόλυντης φύσεως από τον εαυτό της αυτήν την αειπάρθενη, η οποία υμνείται από μας και της οποίας σήμερα εορτάζομε την παράδοξη είσοδο στα άγια των αγίων. Διότι αυτήν προορίζει πριν από τους αιώνες ο Θεός για τη σωτηρία και αποκατάσταση του γένους, και την εκλέγει ανάμεσα από όλους, όχι απλώς τους πολλούς, αλλά τους από τους αιώνες εκλεγμένους και θαυμαστούς και περιβοήτους για την ευσέβεια και σύνεσι, καθώς και για τα κοινωφελή και θεοφιλή συγχρόνως ήθη και λόγια και έργα.
Διότι στην αρχή εσηκώθηκε εναντίον μας ο νοητός και αρχέκακος όφις και μας κατέρριψε στα βάραθρα του άδη. Κι᾽ υπάρχουν πολλοί λόγοι, για τους οποίους εσηκώθηκε εναντίον μας και υπεδούλωσε τη φύσι μας· φθόνος και ζηλοτυπία και μίσος, αδικία και δόλος και σοφιστεία, και μαζί με τα τέτοια, η θανατηφόρος δύναμις που έχει μέσα του, την οποία πρώτος εγέννησε και μόνος του, αφού πρώτος αυτός αποστάτησε από την αληθινή ζωή.
Πραγματικά στην αρχή εφθόνησε τον Αδάμ, όταν τον είδε να ζη στον τόπο της άφθαρτης τρυφής και να περιλάμπεται με θεοειδή δόξα και να οδηγήται από τη γη στον ουρανό, από όπου αυτός απερρίφθηκε δικαίως και από φθόνο εξεμάνη εναντίον του με τη χειρότερη μανία, ώστε να θελήση και να τον θανατώση ακόμη. Ο φθόνος είναι πατέρας όχι του μίσους μόνο αλλά και του φόνου, τον οποίο επέφερε σ᾽ εμάς αναμιγνύοντάς τον με δόλο ο δολερός και αληθινά μισάνθρωπος όφις. Διότι καταλήφθηκε από έρωτα προς την τυραννία σε βάρος του εντελώς άδικα, για καταστροφή του πλασθέντος κατ᾽ εικόνα και ομοίωσι Θεού· επειδή όμως δεν ετόλμησε να επιτεθή κατά πρόσωπο, εχρησιμοποίησε τον δόλο και την πονηρία. Αφού επλησίασε διά του αισθητού όφεως ως φίλος και καλός σύμβουλος ο φοβερός και πραγματικά εχθρός και επίβουλος, κατορθώνει, φεύ!, κρυφά να επιτύχη και με τη αντίθεη συμβουλή χύνει σαν δηλητήριο στο άνθρωπο την θανατηφόρα δύναμί του.
Εάν λοιπόν ο Αδάμ, κρατώντας δυνατά τότε την θεία εντολή, απέρριπτε την εχθρική πονηρά συμβουλή, θα εφαινόταν νικητής κατά του αντιπάλου και ανώτερος της θανατηφόρας φθοράς, καταντροπιάζοντας τον μανιακό και δόλιο προσβολέα. Επειδή όμως εκείνος υποκύπτοντας εκούσιως, που δεν έπρεπε ποτέ να το κάμη, ενικήθηκε και αχρειώθηκε, κι᾽ έτσι, αφού ήταν ρίζα του γένους, μας ανέδειξε καταλλήλους θνητούς βλαστούς, εχρειαζόταν οπωσδήποτε, αν έπρεπε να ανταποδώσωμε την ήττα, να κερδίσωμε τη νίκη, ν᾽ απορρίψωμε με ψυχή και σώμα το θανατηφόρο δηλητήριο και ν᾽ απολαύσωμε ζωή, και μάλιστα ζωή αιώνια και απαθή. Εχρειαζόταν λοιπόν το γένος μας νέα ρίζα, δηλαδή νέο Αδάμ, όχι μόνο αναμάρτητο, αλλά κι᾽ εντελώς ανεξαπάτητο και αήττητο, που επί πλέον μπορεί και να συγχωρή τις αμαρτίες και να καθιστά αθώους τους ενόχους, που όχι μόνο ζη αλλά και ζωοποιεί, ώστε να μεταδίδη ζωή και άφεσι αμαρτιών και στους προσκολλωμένους σ᾽ αυτόν και συγγενείς κατά το γένος, αναζωογονώντας όχι μόνο τους μεταγενεστέρους, αλλά και τους πριν από αυτόν αποθανόντας.
Γι᾽ αυτό ο Παύλος, η μεγάλη σάλπιγγα του Πνεύματος, βοά λέγοντας, «ο πρώτος άνθρωπος έγινε ως ζωντανή ψυχή, ο δεύτερος άνθρωπος έγινε ως πνεύμα ζωοποιό» (Α´ Κορ. 15, 45). Αναμάρτητος δε και ζωοποιός και ικανός να συγχωρή αμαρτίες δεν είναι κανείς πλην του Θεού. Επομένως ο νέος Αδάμ ήταν αναγκαίο να είναι όχι μόνο άνθρωπος αλλά και Θεός, να είναι κυριολεκτικώς ζωή και σοφία, δικαιοσύνη και αγάπη, ευσπλαγχνία και κάθε άλλο αγαθό, ώστε να διενεργήση την ανακαίνισι και αναζώωσι του παλαιού Αδάμ με έλεος και σοφία και δικαιοσύνη.
Ο νοητός και αρχέκακος όφις, χρησιμοποιώντας τα αντίθετα από αυτά προεκάλεσε σ᾽ εμάς την παλαίωσι και τη νέκρωσι. Όπως λοιπόν στην αρχή ο ανθρωποκτόνος από φθόνο και μίσος ξεσηκώθηκε εναντίον μας, έτσι ο αρχηγός της ζωής εκινήθηκε υπέρ ημών από υπερβολή φιλανθρωπίας και αγαθότητος. Διότι αγάπησε δικαίως τη σωτηρία του πλάσματός του, που ήταν να το φέρη πάλι στην εξουσία και να το ξανασώση, όπως εκείνος ο αρχέκακος αδίκως αγάπησε την απώλεια του πλάσματος του Θεού, που ήταν να το υποτάξη στον εαυτό του και να του επιβάλλεται τυραννικώς. Όπως δε αυτός διέπραξε τη νίκη του και την πτώσι του ανθρώπου με αδικία και δόλο, με απάτη και σοφιστεία, έτσι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφία και αλήθεια επραγματοποίησε την τελική ήττα του αρχεκάκου και την ανακαίνισι του πλάσματός του. Αλλά η ανάπτυξις του θέματος περί της σοφίας που υπάρχει σ᾽ αυτήν τη θεία οικονομία δεν είναι του παρόντος καιρού.
Ήταν δε θέμα ακριβούς δικαιοσύνης και η ίδια η ηττηθείσα και υποδουλωθείσα εκουσίως φύσις να ξαναπαλαίση για τη νίκη και ν᾽ απωθήση τη δουλεία εκουσίως. Γι᾽ αυτό ο Θεός ευδόκησε ν᾽ αναλάβη από εμάς τη φύσι μας ενούμενος με αυτήν παραδόξως καθ᾽ υπόστασι. Ήταν δε αδύνατο η υψίστη εκείνη και υπεράνω του νού καθαρότης να ενωθή με μολυσμένη φύσι διότι ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο στον Θεό το να συνέλθη σε ένωσι με ακάθαρτο, πριν τούτο καθαρισθή. Γι᾽ αυτό και εχρειαζόταν κατ᾽ ανάγκη μια τελείως αμόλυντη και καθαρωτάτη παρθένος για κυοφορία και γέννησι εκείνου που είναι και εραστής της και δοτήρ της καθαρότητος η οποία και προωρίσθηκε και αποτελέσθηκε κι᾽ εφανερώθηκε, και το σχετικό με αυτήν μυστήριο ετελέσθηκε, με πολλά παράδοξα γεγονότα που κατά καιρούς συνήλθαν σε ένα.
Γι᾽ αυτό και τα γεγονότα που συνετέλεσαν σ᾽ αυτό εορτάζονται από εμάς σήμερα, αφού από το αποτέλεσμα αντιληφθήκαμε κυρίως το μεγαλείο των γεγονότων που ωδήγησαν προς το τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αυτός που είναι εκ Θεού και προς τον Θεόν και Θεός, και Λόγος και Υιός του υψίστου Πατρός, συνάναρχος και συναίδιος, γίνεται υιός ανθρώπου, αυτής της Αειπάρθενης. «Ο Ιησούς Χριστός χθες και σήμερα είναι ο ίδιος, καθώς και στους αιώνες» (Εβρ. 13, 8), άτρεπτος κατά την θεότητα, άμεμπτος κατά την ανθρωπότητα. «Αυτός μόνος», όπως ήδη προεμαρτύρησε ο Ησαίας (Ησ. 53, 9), «δεν διέπραξε αμαρτία και δεν ευρέθηκε δόλος στο στόμα του». Και όχι μόνο τούτο, αλλά και αυτός μόνος δεν συνελήφθηκε με ανομίες, ούτε εγεννήθηκε με αμαρτίες, όπως μαρτυρεί ο Δαβίδ στους ψαλμούς για τον εαυτό του και για κάθε άνθρωπο ώστε να είναι και κατά το πρόσλημμα τελείως καθαρός και αμόλυντος και να μη χρειάζεται ούτε κατ᾽ αυτό καθάρσια μέσα για τον εαυτό του· για να είναι έτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ εμάς για χάρι μας δικαίως μαζί και πανσόφως τόσο την κάθαρσι όσο και το πάθος, να δεχθή και τον θάνατο και την ανάστασι.
Πραγματικά η κατά την σάρκα ορμή προς γένεσι, που είναι ακουσία και απειθής στον νόμο του νοός, αν και από μερικούς δουλαγωγείται βιαίως, από μερικούς δε σωφρόνως αφήνεται μόνο για παιδοποιία, πάντως φέρει τα σύμβολα της από την αρχή καταδίκης, καθώς είναι και λέγεται φθορά και οπωσδήποτε για την φθορά γεννά, και είναι εμπαθής κίνησις του ανθρώπου που δεν εκράτησε την τιμή, την οποία η φύσις μας επήρε από τον Θεό, αλλά ωμοιώθηκε με τα κτήνη. Γι᾽ αυτό όχι μόνο ήλθε ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά και ήλθε από παρθένο αγνή και αγία, μάλλον δε πανυπέραγνη και υπεραγία, αφού είναι παρθένος όχι μόνο υπερτέρα μολυσμού σαρκός, αλλά και ανωτέρα από μολυσμένους σαρκικούς λογισμούς. Την σύλληψί της επέφερε επέλευσι παναγίου Πνεύματος, όχι ορέξεως σαρκός, προεκάλεσε ευαγγελισμός και πίστις στην ενανθρώπησι του Θεού που νικά κάθε λόγο ως εξαίσια και υπέρ λόγο, αλλά δεν προέλαβε συγκατάθεσις και πείρα εμπαθούς. Διότι συνέλαβε κι᾽ εγέννησε, ενώ είχε εντελώς απομακρυσμένη τέτοια επιθυμία με την προσευχή και την πνευματική θυμηδία (διότι είπε η παρθένος προς τον ευαγγελιστή άγγελο, «ιδού η δούλη του Κυρίου ας γίνη σ᾽ εμένα σύμφωνα με τα λόγια σου» (Λουκ. 1, 38).
Για να ευρεθή λοιπόν παρθένος ικανή γι᾽ αυτό, ο Θεός προορίζει προ αιώνων και εκλέγει ανάμεσα στους εκλεγμένους από αιώνες αυτήν την υμνουμένη τώρα από εμάς αειπάρθενη κόρη. Και βλέπετε από που άρχισε η εκλογή. Ανάμεσα στα παιδιά του Αδάμ εξελέγη από τον Θεό ο θαυμάσιος Σηθ, που με την ευκοσμία των ηθών, την ευταξία των αισθήσεων και την ευπρέπεια των αρετών εδείκνυε τον εαυτό του έμψυχο ουρανό κι᾽ επέτυχε γι᾽ αυτό την εκλογή, από την οποία επρόκειτο να βλαστήση αυτή η παρθένος ως θεοπρεπές όχημα του υπερουρανίου Θεού και ν᾽ ανακαλέση τους ανθρώπους προς ουράνια υιοθεσία. Γι᾽ αυτό όλοι οι από του Σηθ (Γεν. 4, 26) ωνομάζονταν υιοί Θεού, διότι από αυτήν την γενεά επρόκειτο ο Υιός του Θεού να γίνη υιός ανθρώπου, εφ᾽ όσον άλλωστε και ο Σηθ γλωσσικώς σημαίνει ανάστασις, μάλλον δε εξανάστασις, η οποία είναι κυρίως ο Κύριος που επαγγέλεται και χαρίζει αθάνατη ζωή στους πιστεύοντας σ᾽ αυτόν.
Και πόσο ταιριαστός είναι ο τύπος! «Ο μεν Σηθ έγινε για την Εύα, όπως λέγει αυτή, στη θέσι του Άβελ», τον οποίο εφόνευσε από φθόνο ο Κάιν (Γεν. 4, 25)· ο δε τόκος της παρθένου Χριστός έγινε στη φύσι αντί για τον Αδάμ, τον οποίο εθανάτωσε από φθόνο ο αρχηγός και προστάτης της κακίας. Αλλά ο μεν Σηθ δεν ανέστησε τον Άβελ, αφού ήταν απλώς τύπος της αναστάσεως· ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός ανέστησε τον Αδάμ, διότι αυτός είναι η αληθινή των ανθρώπων ζωή και ανάστασις, εξ αιτίας της οποίας και οι απόγονοι του Σηθ αξιώθηκαν την θεία υιοθεσία κατά την ελπίδα τους, ονομαζόμενοι υιοί του Θεού. Ότι δε ωνομάζονταν υιοί του Θεού εξ αιτίας αυτής της ελπίδος είναι φανερό από τον πρώτο ονομασθέντα που διαδέχθηκε την εκλογή. Ήταν δε αυτός ο Ενώς του Σηθ, ο οποίος κατά το γεγραμμένο από τον Μωυσή «πρώτος ήλπισε να καλήται με το όνομα του Κυρίου του Θεού» (Γεν. 4, 26).
Βλέπετε σαφώς ότι επέτυχε το θείο όνομα σύμφωνα με την ελπίδα; Αφού λοιπόν άρχισε από τα ίδια τα παιδιά του Αδάμ η εκλογή γι᾽ αυτήν που κατά την πρόγνωσί του θα εγινόταν μητέρα του Θεού και επετελείτο διά μέσου των κατά καιρούς γενεών, κατέβηκε μέχρι του βασιλέως και προφήτου Δαβίδ και των διαδόχων του θρόνου και του γένους του. Επειδή δε ο καιρός εκαλούσε τώρα την αποτελείωσι της θείας αυτής εκλογής, εξελέγησαν από τον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα από τον οίκο και τη γενεά του Δαβίδ, που ήσαν μεν άτεκνοι, συνεζούσαν δε σωφρόνως και ήσαν ανώτεροι στην αρετή από όλους όσοι ανάγουν στο Δαβίδ την ευγένεια του γένους και του ήθους. Αυτό το ζεύγος εζητούσε διά της ασκήσεως και προσευχής την λήξι της ατεκνίας των από τον Θεό, και υποσχόταν να αναθέσουν σ᾽ αυτόν από βρέφος αυτό που θα εγεννούσαν. Τότε παρέχεται η υπόσχεσις και δίδεται παιδί, η τωρινή Θεομήτωρ, ώστε η πανάρετη κόρη να γεννηθή από πολυαρέτους γονείς και η πάναγνη από εξαιρετικά σώφρονες, και να λάβη ως καρπό η σωφροσύνη, συνερχομένη με την προσευχή και την άσκησι, το να γίνη γεννήτρια της παρθενίας, και μάλιστα παρθενίας που προβάλλει αφθόρως κατά την σάρκα τον προαιωνίως γεννημένον από παρθένον Πατέρα κατά την θεότητα.
Τι πτερά εκείνης της προσευχής! Τι παρρησία, που ευρήκε ενώπιον του Κυρίου! Αλλά επειδή βέβαια εκείνοι επέτυχαν έτσι τα ζητούμενα με την προσευχή τους και είδαν την προς αυτούς θεία επαγγελία να εκπληρώνεται εμπράκτως, σπεύδοντας και αυτοί να εκπληρώσουν την προς το Θεό υπόσχεσι ως φιλαλήθεις και θεοφιλείς και φιλόθεοι συγχρόνως, ευθύς μετά τον απογαλακτισμό οδηγούν την αληθινά ιερά και θεόπαιδα και τώρα θεομήτορα παρθένο στο ιερό του Θεού και στον ιεράρχη που ευρισκόταν σ᾽ αυτό. Αυτή δε, γεμάτη θεία χάρι και τέλειο νού ακόμη και σ᾽ αυτή την ηλικία, αντιλαμβανόταν από τότε, και μάλιστα καλύτερα από τους άλλους τα τελούμενα σ᾽ αυτήν, και έδειξε με όποιον τρόπο μπορούσε ότι δεν οδηγείται, αλλά αυτή μόνη της με ελεύθερη γνώμη προσέρχεται στο Θεό, σαν να είναι από εαυτού της πτερωμένη προς τον ιερό και θείο έρωτα και να θεωρή αγαπητή και να αναγνωρίζη ως αξία της την είσοδο και κατοικία στα άγια των αγίων. Γι᾽ αυτό και ο αρχιερεύς του Θεού, αφού αντιλήφθηκε τότε ότι η κόρη είχε ένοικη την θεοειδή χάρι παραπάνω από όλους, έπρεπε να την αξιώση το ανώτερο από όλους, να την εισαγάγη στα άγια των αγίων και να πείση αυτό που γινόταν όλους τους τότε ανθρώπους ν᾽ αγαπούν, με την σύμπραξι και απόφασι του Θεού μαζί, που έστελλε από άνω δι᾽ αγγέλου απόρρητη τροφή στην παρθένο εκεί. Με αυτήν την τροφή εδυνάμωνε καλύτερα τη φύσι της και συντηρούσε και τελειοποιούσε τον εαυτό της κατά το σώμα καθαρώτερα και ανώτερα από τις ασώματες δυνάμεις, έχοντας ως υπηρέτες τους ουρανίους νόες, διότι δεν εισήχθηκε απλώς και μόνο στα άγια των αγίων, αλλά και κατά κάποιον τρόπο παραλήφθηκε από τον Θεό σε συνοίκησι με αυτόν για όχι ολίγα έτη· ώστε έτσι στον κατάλληλο καιρό ν᾽ ανοιχθούν οι ουράνιες μονές και να δοθούν για αίδια κατοίκια σε όσους πιστεύουν στην παράδοξη γέννα της.
Έτσι λοιπόν και γι᾽ αυτούς τους λόγους απετέθη δικαίως σήμερα στα άγια άδυτα σαν θησαυρός του Θεού η κόρη που εξελέγη ανάμεσα στους εκλεκτούς από αιώνες, που αναδείχθηκε αγία των αγίων, που έχει το σώμα καθαρώτερο και θειότερο ακόμη και από τα διά της αρετής κεκαθαρμένα πνεύματα, ώστε να μη είναι δεκτικό μόνο του τύπου των θείων λόγων, αλλά και του ιδίου του ενυποστάτου και μονογενούς Λόγου του προανάρχου Πατρός· σαν θησαυρός που ο Λόγος θα τον χρησιμοποιούσε στον καιρό του, όπως και έγινε, για πλουτισμό και υπερκόσμιο και συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα. Κι᾽ έτσι και γι᾽ αυτόν τον λόγο δοξάζει τη μητέρα του και πριν από τη γέννησι και μετά τη γέννησι.
Εμείς δε, κατανοώντας τη σημασία της σωτηρίας που μας ετοιμάσθηκε δι᾽ αυτής αποδίδουμε με όλη τη δύναμί μας την ευχαριστία και τον ύμνο. Πραγματικά, αν η ευγνώμων γυναίκα που αναφέρεται στο ευαγγέλιο, μόλις άκουσε για λίγο τους σωτηριώδεις λόγους του Κυρίου, απέδωσε τον μακαρισμό και την ευχαριστία στη μητέρα τούτου, υψώνοντας τη φωνή της από τον όχλο και λέγοντας προς τον Χριστό, «καλότυχη είναι η κοιλία που σ᾽ εβάστασε και οι μαστοί που εθήλασες» (Λουκ. 11, 27) εμείς που έχουμε κοντά μας γραμμένα όλα τα λόγια της αιώνιας ζωής, και όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τα θαύματα και τα παθήματα και την δι᾽ αυτών έγερσι της φύσεως μας από τους νεκρούς και ανάληψί της από τη γη στον ουρανό, και την δι᾽ αυτών επηγγελμένη σ᾽ εμάς αθάνατη ζωή και αμετάτρεπτη σωτηρία, πως δεν θ᾽ ανυμνήσωμε και μακαρίσωμε αδιαλείπτως την μητέρα του χορηγού της σωτηρίας, του δοτήρος της ζωής, εορτάζοντας τώρα και την σύλληψι αυτής και την γέννησι και την μετοίκησι στα άγια των αγίων; Αλλά ας μετοικίσωμε κι᾽ εμείς τους εαυτούς μας, αδελφοί, από τη γη στα άνω· ας μεταφερθούμε από την σάρκα επάνω στο πνεύμα· ας μεταθέσωμε τον πόθο από τα πρόσκαιρα στα μόνιμα· ας καταφρονήσωμε τις σαρκικές ηδονές, που έχουν ευρεθή ως δέλεαρ κατά της ψυχής και παρέρχονται γρήγορα· ας επιθυμήσωμε τα πνευματικά χαρίσματα που μένουν άφθαρτα· ας υψώσωμε από την κάτω τύρβη τη στάσι και την διάνοιά μας· ας την ανεβάσωμε στα ουράνια άδυτα, εκείνα τα άγια των αγίων, όπου τώρα κατοικεί η Θεοτόκος. Διότι έτσι θα εισέλθουν σ᾽ αυτήν επωφελώς για μας με θεάρεστη παρρησία και τα άσματά μας και οι δεήσεις μας προς αυτήν κι έτσι εκτός από τα παρόντα με τη μεσιτεία της θα γίνωμε κληρονόμοι και των μελλόντων και μενόντων αγαθών, με τη χάρι και φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας που εγεννήθηκε από αυτήν για μας, στον οποίο πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το συναίδιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
«Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου»
του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά


