Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν όπου έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε και τί κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν όπου είνε ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι, άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει: Τί σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ είς τον παράδεισον; Λέγει του η Εύα: Μας είπεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του παραδείσου, μόνον από μίαν συκήν να μη τρώγωμεν σύκα, διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του, θα αποθάνωμεν. Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει: Δεν αποθνήσκετε, αλλά ανίσως και φαγήτε, θα γενήτε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σαν εμπόδισε. Πάρε λοιπόν, φάγε σύ πρώτον, και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γενήτε θεοί. Επήρεν η γυναίκα και έφαγεν. Επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, όπου φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Άλλος πάλιν, όπου δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, χριστιανές μου γυναίκες, όσον είνε δυνατόν, να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου. Και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα. Ομοίως και οι άνδρες να μη ακούετε τας συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει, και λέγει ο Θεός του Αδάμ: Αδάμ, που είσαι; Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είνε η δόξα όπου είχες πρωτύτερα, όπου ήσο ως άγγελος, και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρίον παιδίον; Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει: Εδώ είμαι, Κύριε. Μα ήκουσα όπου ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα. Λέγει του ο Θεός: Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα: Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ. Η γυναίκα όπου μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον. Λέγει ο Θεός του Αδάμ: Εγώ σου την έδωσα δια σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ' αποθάνης. Έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον, και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης. Τι το δύσκολον είνε να ειπής: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου. Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον παράδεισον. Αμή εσύ κατηγορών την γυναίκα, εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα. Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν: Διατί έφαγες από τα σύκα, όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει: Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ. Ο όφις με εγέλασε. Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζεται την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον του, και να κλαίη απαρηγόρητα δια να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον παράδεισον. Δια τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είνε ευλογημένο. Και αν θέλης, δώσε ολίγον, από εκείνο το ψωμί, του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλει εις την κόλασιν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είσθε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε. Εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δέ άδικον το καταράται.
Εκατηράσθη και την γυναίκα να είνε υποτεταγμένη είς τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα δια να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να την επαναφέρη εις τον παράδεισον. Και βλέπετε φανερά. Όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους όπου έχει η γυναίκα όταν γεννά. Διότι δεν έχουν την κατάραν όπου έχει η γυνή. Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον παράδεισον και έζησαν εννεακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα, και τα τέκνα τους τέκνα, και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Και όλοι οι άνθρωποι είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και δια τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. Μόνον η πίστις μας χωρίζει.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει, και λέγει ο Θεός του Αδάμ: Αδάμ, που είσαι; Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είνε η δόξα όπου είχες πρωτύτερα, όπου ήσο ως άγγελος, και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρίον παιδίον; Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει: Εδώ είμαι, Κύριε. Μα ήκουσα όπου ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα. Λέγει του ο Θεός: Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα: Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ. Η γυναίκα όπου μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον. Λέγει ο Θεός του Αδάμ: Εγώ σου την έδωσα δια σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ' αποθάνης. Έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον, και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης. Τι το δύσκολον είνε να ειπής: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου. Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον παράδεισον. Αμή εσύ κατηγορών την γυναίκα, εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα. Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν: Διατί έφαγες από τα σύκα, όπου σου είπα να μη φάγης; Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει: Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ. Ο όφις με εγέλασε. Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζεται την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον του, και να κλαίη απαρηγόρητα δια να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον παράδεισον. Δια τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είνε ευλογημένο. Και αν θέλης, δώσε ολίγον, από εκείνο το ψωμί, του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλει εις την κόλασιν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είσθε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε. Εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δέ άδικον το καταράται.
Εκατηράσθη και την γυναίκα να είνε υποτεταγμένη είς τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα δια να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να την επαναφέρη εις τον παράδεισον. Και βλέπετε φανερά. Όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους όπου έχει η γυναίκα όταν γεννά. Διότι δεν έχουν την κατάραν όπου έχει η γυνή. Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον παράδεισον και έζησαν εννεακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα, και τα τέκνα τους τέκνα, και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Και όλοι οι άνθρωποι είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και δια τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. Μόνον η πίστις μας χωρίζει.
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
"Προφητείες και Διδαχές"
Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
