«Σήμερον ο άδης στένων βοά· Συνέφερέ μοι, ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα μη υπεδεξάμην· ελθών γαρ επ᾽ εμέ το κράτος μου έλυσε· πύλας χαλκάς συνέτριψε· ψυχάς, ας κατείχον το πριν, Θεός ων ανέστησε. Δόξα, Κύριε, τω σταυρώ σου και τη αναστάσει σου».
Σήμερα ο άδης, στενάζοντας βοά: Θα ήταν συμφερότερο για μένα, αν δεν υποδεχόμουνα την ψυχή εκείνου, που γεννήθηκε από τη Μαρία· διότι, ελθών σε μένα, κατέλυσε το κράτος μου· συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του βασιλείου μου· τις ψυχές, τις οποίες προηγουμένως κατείχα, σαν Θεός κραταιός ανέστησε. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.
Το θρηνολόγημα του άδη είναι απελπιστικό. Μιά μέρα αναπάντεχα δέχτηκε στο σκοτεινό άντρο του μια περίεργη ψυχή. Φαινομενικά έμοιαζε σαν όλες τις άλλες ανθρώπινες ψυχές. Όμως δεν ζήτησε να καταγραφεί στα κατάστιχά του, πληρώνοντας το φόρο της αδαμικής παραβάσεως. Όταν την καλοείδε, έφριξε! Είδε μέσα της ν᾽ αστράφτει η φωτιά του Θεού. Μαζί της ενωμένος ήταν ο Θεός! Άρχισε να κλαίει γοερά ο άλλοτε αδυσώπητος δυνάστης και να φωνάζει δυνατά: Καλύτερα ήταν για μένα να μη δεχόμουνα τον Υιό της Μαρίας, που ήταν συνάμα και Υιός του Θεού. Γιατί, όταν τον δέχτηκα, η δύναμή του κατέλυσε το κράτος μου, αφάνισε τη δύναμή μου, σώριασε σ᾽ ερείπια το βασίλειό μου, συντρίβοντας τις χάλκινες αμπάρες του. Τις ψυχές, που τόσο επιμελώς φύλαγα στα σπλάχνα μου κι ηδονιζόμουν να τις κρατώ φυλακισμένες, τις ανέστησε. Τι μου απομένει, πλέον;
Οι πιστοί, μπροστά στο θρηνολόγημα του άδη, με γλυκιά χαρά αναφωνούν. Δόξα, Κύριε, στο πάθος και στην Ανάστασή σου, που έγιναν αιτία συντριβής του βασιλείου του θανάτου!
Στιχ. «Αινείτε τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί».
Αινείτε τον Κύριο όλα τα έθνη, υμνήσατε αυτόν όλοι οι λαοί.
«Σήμερον ο άδης στένων βοά· Κατελύθη μου η εξουσία· εδεξάμην θνητόν ώσπερ ένα των θανόντων· τούτον δε κατέχειν όλως ουκ ισχύω, αλλ᾽ απολώ μετά τούτου ων εβασίλευον· εγώ είχον τους νεκρούς απ᾽ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει. Δόξα, Κύριε, τω σταυρώ σου και τη αναστάσει σου».
Σήμερα ο άδης στενάζοντας βοά: Η εξουσία μου καταλύθηκε· δέχτηκα μέσα μου θνητόν σαν έναν απ᾽ αυτούς που πεθαίνουν· αυτόν όμως δεν έχω διόλου τη δύναμη να κρατήσω, αλλά μαζί του θα χάσω κι αυτούς πάνω στους οποίους βασίλευα· εγώ είχα στην εξουσία μου τους νεκρούς, που πέθαιναν από την αρχή, αλλά να, αυτός ανασταίνει τους πάντες. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.
Το πικρό θρηνολόγημα του άδη συνεχίζεται. Κλαίει ο ψευτοκολοσσός της αδικίας στα συντρίμματα της εξουσίας του. Τι έπαθα, αλήθεια; μονολογεί· δέχτηκα μέσα μου ένα φαινομενικά κοινό θνητό. Όμως δεν έχω τη δύναμη να τον κρατήσω. Είναι πολύ ισχυρότερός μου. Είναι άνθρωπος με το Θεό μαζί! Φοβάμαι ότι όχι μόνο αυτόν θα χάσω, αλλά μαζί του θα χάσω και όλους τους άλλους, που ως τώρα ανενόχλητα κρατούσα. Εγώ τους φύλαγα επιμελώς στο σκοτεινό άντρο μου· και έρχεται αυτός να τους ελευθερώσει. Η συντριβή μου είναι πλήρης και τελειωτική. Χάθηκα στο μυστήριο του Υιού του Θεού και της Παρθένου!
Στα ερείπια του άδη ανθούν ο σταυρός και η ανάσταση του Κυρίου. Αυτή δοξάζουν πανηγυρικά τα ευσεβή μέλη της Εκκλησίας!
Στιχ. «ότι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ᾽ ημάς, και η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα». Διότι το έλεος αυτού έγινε κραταιό σε μας και η αξιοπιστία του Κυρίου μένει παντοτινά.
«Σήμερον ο άδης στένων βοά· Κατεπόθη μου το κράτος· ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν· ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα· εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς· ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος. Δόξα, Κύριε, τω σταυρώ σου και τη αναστάσει σου».
.jpg)
Σήμερα ο άδης στενάζοντας βοά: Αφανίστηκε το κράτος μου· ο ποιμένας (ο Χριστός) σταυρώθηκε και ανέστησε τον Αδάμ· στερήθηκα τους υπηκόους μου· και όσους μπόρεσα ως τώρα να καταπιώ, όλους τους απέβαλα. Άδειασε τους τάφους ο σταυρωθείς Θεάνθρωπος. Δεν έχει πλέον ισχύ η εξουσία του θανάτου. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.
Θρηνολογώντας ο άδης, κηρύσσει άθελά του τις μεγάλες αλήθειες της πίστης. Το κράτος μου αφανίστηκε με την επίσκεψη του παράδοξου νεκρού. Ο ποιμένας ο καλός σταυρώθηκε, και το παραπλανηθέν πρόβατο, ο Αδάμ, αναστήθηκε· εγώ έχω οριστικά στερηθεί τους υπηκόους μου και όσους μπόρεσα ως τώρα να καταπιώ, όλους τους απέβαλα. Ο Υιός της Παρθένου με ανακάτεψε και το στομάχι μου δεν μπόρεσε να κρατήσει το μακάβριο περιεχόμενό του. Το πιοτό της αθανασίας ήταν πολύ πικρό για μένα. Απέβαλα όλες τις κατεχόμενες ψυχές. Άδειασε τους τάφους ο σταυρωθείς Υιός του Θεού. Ο θάνατος δεν ισχύει πιά. Παρέλυσαν τα δεσμά του, με τα οποία τύλιγε το γένος των θνητών. Η αθανασία νίκησε τη νέκρωση, η αφθαρσία τη φθορά! Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου!
«Την σήμερον μυστικώς ο μέγας Μωϋσής προδιετυπούτο λέγων· Καί ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην. Τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον· αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού, διά της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας· και εις ο ην πάλιν επανελθών διά της αναστάσεως, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος».
Ο μέγας Μωυσής προδιατύπωνε μυστικώς τη σημερινή ημέρα, λέγοντας: Καί ο Θεός ευλόγησε την ημέρα την εβδόμη· διότι αυτή είναι το ευλογημένο (από το Θεό) Σάββατο· αυτή είναι η ημέρα της αναπαύσεως, κατά την οποία ξεκουράστηκε από όλα τα έργα του ο μονογενής Υιός του Θεού, σαββατίσας (αναπαυθείς) διά του θανάτου της σαρκός του, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού· και διά της Αναστάσεώς του ελθών και πάλι σ᾽ εκείνο που ήταν προηγουμένως, μας χάρισε την αιώνια ζωή, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος.
Την ταφή του Κυρίου προδιατύπωσε μυστικά ο μέγας προφήτης Μωυσής, με όσα έγραψε για το πρώτο σάββατο, την ημέρα την εβδόμη, μετά το πέρας της δημιουργίας: «Καί ευλόγησε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν».
Αυτά ο υμνογράφος τα εφαρμόζει στον ενταφιασμό του Κυρίου. Αυτό είναι το ευλογημένο Σάββατο, αναφωνεί. Αυτή είναι η ημέρα της αναπαύσεως, κατά την οποία ο μονογενής Υιός του Θεού, αφού περάτωσε το έργο της λυτρωτικής θείας οικονομίας, ξεκουράστηκε σωματικώς στον τάφο, μετά το πάθος και το θάνατό του. Παραβάλλεται, λοιπόν, η πρώτη κατάπαυση του δημιουργού Θεού, προς τη δεύτερη κατάπαυση του λυτρωτή Θεού. Άλλη κατάπαυση δεν υπάρχει. Η αποκατάσταση της δημιουργίας είναι οριστική και αμετάκλητη. Την τρίτη ημέρα από της ταφής του ο Χριστός, και αφού έχει προηγουμένως νικήσει ολοσχερώς τον άδη, θ᾽ αναστηθεί εκ των νεκρών, δοξασμένος και άφθαρτος, αφού αποβάλει τα σημάδια της κατά σάρκα οικονομίας, τα αδιάβλητα πάθη και τη φθαρτότητα γενικά της ανθρώπινης φύσης. Θα επανέλθει λοιπόν στην προ της θείας οικονομίας κατάσταση, στους μακάριους κόλπους της Τριάδας, κομίζοντας όμως μαζί του και την ανθρώπινη φύση του, από την οποία ουδέποτε θα αποχωριστεί. Αυτό είναι το μέγα θαύμα της λυτρώσεως: Η αιώνια εγκαθίδρυση του ανθρώπου στην Τριάδα, χωρίς τούτο να σημαίνει αύξηση των υποστάσεων της Τριαδικής Θεότητας. Δε θα γίνουν δηλαδή τέσσερις οι υποστάσεις. Η ανθρώπινη φύση θα είναι ενωμένη με τη θεότητα του Λόγου και τίποτα περισσότερο.
Σήμερα ο άδης, στενάζοντας βοά: Θα ήταν συμφερότερο για μένα, αν δεν υποδεχόμουνα την ψυχή εκείνου, που γεννήθηκε από τη Μαρία· διότι, ελθών σε μένα, κατέλυσε το κράτος μου· συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του βασιλείου μου· τις ψυχές, τις οποίες προηγουμένως κατείχα, σαν Θεός κραταιός ανέστησε. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.Το θρηνολόγημα του άδη είναι απελπιστικό. Μιά μέρα αναπάντεχα δέχτηκε στο σκοτεινό άντρο του μια περίεργη ψυχή. Φαινομενικά έμοιαζε σαν όλες τις άλλες ανθρώπινες ψυχές. Όμως δεν ζήτησε να καταγραφεί στα κατάστιχά του, πληρώνοντας το φόρο της αδαμικής παραβάσεως. Όταν την καλοείδε, έφριξε! Είδε μέσα της ν᾽ αστράφτει η φωτιά του Θεού. Μαζί της ενωμένος ήταν ο Θεός! Άρχισε να κλαίει γοερά ο άλλοτε αδυσώπητος δυνάστης και να φωνάζει δυνατά: Καλύτερα ήταν για μένα να μη δεχόμουνα τον Υιό της Μαρίας, που ήταν συνάμα και Υιός του Θεού. Γιατί, όταν τον δέχτηκα, η δύναμή του κατέλυσε το κράτος μου, αφάνισε τη δύναμή μου, σώριασε σ᾽ ερείπια το βασίλειό μου, συντρίβοντας τις χάλκινες αμπάρες του. Τις ψυχές, που τόσο επιμελώς φύλαγα στα σπλάχνα μου κι ηδονιζόμουν να τις κρατώ φυλακισμένες, τις ανέστησε. Τι μου απομένει, πλέον;
Στιχ. «Αινείτε τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί».
Αινείτε τον Κύριο όλα τα έθνη, υμνήσατε αυτόν όλοι οι λαοί.
«Σήμερον ο άδης στένων βοά· Κατελύθη μου η εξουσία· εδεξάμην θνητόν ώσπερ ένα των θανόντων· τούτον δε κατέχειν όλως ουκ ισχύω, αλλ᾽ απολώ μετά τούτου ων εβασίλευον· εγώ είχον τους νεκρούς απ᾽ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει. Δόξα, Κύριε, τω σταυρώ σου και τη αναστάσει σου».
Σήμερα ο άδης στενάζοντας βοά: Η εξουσία μου καταλύθηκε· δέχτηκα μέσα μου θνητόν σαν έναν απ᾽ αυτούς που πεθαίνουν· αυτόν όμως δεν έχω διόλου τη δύναμη να κρατήσω, αλλά μαζί του θα χάσω κι αυτούς πάνω στους οποίους βασίλευα· εγώ είχα στην εξουσία μου τους νεκρούς, που πέθαιναν από την αρχή, αλλά να, αυτός ανασταίνει τους πάντες. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.
Το πικρό θρηνολόγημα του άδη συνεχίζεται. Κλαίει ο ψευτοκολοσσός της αδικίας στα συντρίμματα της εξουσίας του. Τι έπαθα, αλήθεια; μονολογεί· δέχτηκα μέσα μου ένα φαινομενικά κοινό θνητό. Όμως δεν έχω τη δύναμη να τον κρατήσω. Είναι πολύ ισχυρότερός μου. Είναι άνθρωπος με το Θεό μαζί! Φοβάμαι ότι όχι μόνο αυτόν θα χάσω, αλλά μαζί του θα χάσω και όλους τους άλλους, που ως τώρα ανενόχλητα κρατούσα. Εγώ τους φύλαγα επιμελώς στο σκοτεινό άντρο μου· και έρχεται αυτός να τους ελευθερώσει. Η συντριβή μου είναι πλήρης και τελειωτική. Χάθηκα στο μυστήριο του Υιού του Θεού και της Παρθένου!
Στιχ. «ότι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ᾽ ημάς, και η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα». Διότι το έλεος αυτού έγινε κραταιό σε μας και η αξιοπιστία του Κυρίου μένει παντοτινά.
«Σήμερον ο άδης στένων βοά· Κατεπόθη μου το κράτος· ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν· ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα· εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς· ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος. Δόξα, Κύριε, τω σταυρώ σου και τη αναστάσει σου».
.jpg)
Σήμερα ο άδης στενάζοντας βοά: Αφανίστηκε το κράτος μου· ο ποιμένας (ο Χριστός) σταυρώθηκε και ανέστησε τον Αδάμ· στερήθηκα τους υπηκόους μου· και όσους μπόρεσα ως τώρα να καταπιώ, όλους τους απέβαλα. Άδειασε τους τάφους ο σταυρωθείς Θεάνθρωπος. Δεν έχει πλέον ισχύ η εξουσία του θανάτου. Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου.
Θρηνολογώντας ο άδης, κηρύσσει άθελά του τις μεγάλες αλήθειες της πίστης. Το κράτος μου αφανίστηκε με την επίσκεψη του παράδοξου νεκρού. Ο ποιμένας ο καλός σταυρώθηκε, και το παραπλανηθέν πρόβατο, ο Αδάμ, αναστήθηκε· εγώ έχω οριστικά στερηθεί τους υπηκόους μου και όσους μπόρεσα ως τώρα να καταπιώ, όλους τους απέβαλα. Ο Υιός της Παρθένου με ανακάτεψε και το στομάχι μου δεν μπόρεσε να κρατήσει το μακάβριο περιεχόμενό του. Το πιοτό της αθανασίας ήταν πολύ πικρό για μένα. Απέβαλα όλες τις κατεχόμενες ψυχές. Άδειασε τους τάφους ο σταυρωθείς Υιός του Θεού. Ο θάνατος δεν ισχύει πιά. Παρέλυσαν τα δεσμά του, με τα οποία τύλιγε το γένος των θνητών. Η αθανασία νίκησε τη νέκρωση, η αφθαρσία τη φθορά! Δόξα, Κύριε, στο σταυρό και την Ανάστασή σου!
Ο μέγας Μωυσής προδιατύπωνε μυστικώς τη σημερινή ημέρα, λέγοντας: Καί ο Θεός ευλόγησε την ημέρα την εβδόμη· διότι αυτή είναι το ευλογημένο (από το Θεό) Σάββατο· αυτή είναι η ημέρα της αναπαύσεως, κατά την οποία ξεκουράστηκε από όλα τα έργα του ο μονογενής Υιός του Θεού, σαββατίσας (αναπαυθείς) διά του θανάτου της σαρκός του, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού· και διά της Αναστάσεώς του ελθών και πάλι σ᾽ εκείνο που ήταν προηγουμένως, μας χάρισε την αιώνια ζωή, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος.
Την ταφή του Κυρίου προδιατύπωσε μυστικά ο μέγας προφήτης Μωυσής, με όσα έγραψε για το πρώτο σάββατο, την ημέρα την εβδόμη, μετά το πέρας της δημιουργίας: «Καί ευλόγησε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν».
