Το Σάββατο του Λαζάρου, το έχει περιβάλει ο λαός μας με όμορφα έθιμα. Εξ αυτών τα κάλαντα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι λεγόμενες «Λαζαρίνες». Από την προηγούμενη ημέρα έχουν συλλέξει άνθη και με αυτά έχουν στολίσει καλαθάκια με τα οποία γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν: Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα. Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου. Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος; Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος. Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι, που ν᾿ το στόμα μου πικρό φαρμάκι. Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι, Πού ν᾿ το στόμα μου, σαν περιβόλι. Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρων᾿ τα ψάρια. Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μάνα σου από την πόλη, σού ῾φέρε χαρτί και κομπολόι. Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη, γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι. Το κοφνάκι μου θέλει αυγά, κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά. Βάγια, Βάγια και Βαγιώ, τρώνε ψάρι και κολιό. Και την άλλη Κυριακή, τρώνε το ψητό τ᾿ αρνί.
Οι νοικοκυραίοι που άκουγαν τα κάλαντα, έδιναν στις Λαζαρίνες φρούτα, διάφορα φαγώσιμα ή χρήματα.
Κάλαντα του Λαζάρου.
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας, Λαζάρου την Ανάσταση να πω στ᾿ αρχοντικό σας. Έβγατε παρακαλούμε, για να σας διηγηθούμε, για να μάθετε τι εγίνη, σήμερα στην Παλαιστίνη. Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός. Εν τη πόλει Βηθανία, Μάρθα κλαίει και Μαρία· Λάζαρον τον αδερφό τους τον γλυκύ και καρδιακό τους, τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν. Την ημέρα την τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ῾ρθη. Καί εβγήκεν κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία. Καί εμπρός του γόνυ κλεί, και τους πόδες του φιλεί. -Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δεν θ᾿ απέθνησκε ο αδερφός μου. Μα κι εγώ τώρα πιστεύω, και καλότατα εξεύρω, ότι δύνασ᾿ αν θελήσης και νεκρούς να αναστήσης. -Λέγε, πίστευε, Μαρία άγωμεν εις τα μνημεία. ῾Κείνοι παρευθύς επήγαν και τον τάφο του εδείξαν. Τον τάφο να μου δείξετε και ῾γω θε να πηγαίνω. Τραπέζι να ῾τοιμάσετε, και ῾γω τον ανασταίνω. Επήγαν και του έδειξαν τον τάφο του Λαζάρου. Τούς είπε και εκύλισαν τον λίθο, πούχε απάνου. Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει: -Άδη, Τάρταρε και Χάρο. Λάζαρον θα σού τον πάρω. Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου. Παρευθύς από τον Άδη, ως εξαίσιο σημάδι, Λάζαρος απενεκρώθη, ανεστήθη και σηκώθη. Λάζαρος σαβανωμένος και με το κηρί ζωσμένος. Εκεί Μάρθα και Μαρία, εκεί κι όλη η Βηθανία. Μαθητές και Αποστόλοι τότε ευρεθήκαν όλοι, δόξα τω Θεώ φωνάζουν, και το Λάζαρο εξετάζουν.
Ένα άλλο έθιμο της ημέρας είναι οι «Αγερμοί». Τα παιδιά γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ένα ομοίωμα του Λαζάρου, και τραγουδούν τους «Αγερμούς»: -Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη που επήγες; -Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι. Της καρδούλας μου το λέω, και μοιρολογώ και κλαίω. Τού χρόνου πάλι να ῾ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε. Στον οίκο σας χαρούμενοι, τον Λάζαρο να πούμε. Σε τούτο τ᾿ αρχοντόσπιτο πέτρα να μη ραίσει. Καί ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει. Να ζήσει χρόνια εκατό, και να τα ξεπεράσει.
Ένα τρίτο έθιμο την ημέρας είναι τα «Λαζαράκια». Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας τα λένε και «Λαζόνια». Πρόκειται για μικρά ψωμάκια πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου. Μέσα στην ζύμη έβαζαν μέλι η καρύδια η σταφίδες η ότι άλλο έβγαζε ο κάθε τόπος. Το έθιμο λέει ότι όποιος δεν πλάσει Λαζαράκια, δεν θα χορτάσει ψωμί. Μία παραλλαγή του εθίμου αυτού συναντούμε στο νησί της Κω. Εκεί οι αρραβωνιασμένες κοπέλες, φτιάχνουν Λαζαράκια σε μεγάλο όμως μέγεθος, και αφού τα γεμίσουν με φρούτα και ξηρούς καρπούς, τα στέλνουν στον μέλλοντα σύζυγό τους.
Το τραγούδι του Λαζάρου - (παραδοσιακό Κυπριακό).
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον. Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε, και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε. Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου, διά να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη και πως ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην, ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην. Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε με πόθον και με προσοχήν, για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν. Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν, είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν. Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην. Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι. Τοίς μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν, «σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν, ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω, διά να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.» Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τι ῾θελεν να είπη, ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη, ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος και εις τον τάφον βρίσκεται κ᾿ είναι λαζαρωμένος. Τότε λοιπόν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν οι αποστόλοι κι ο Χριστός και ολ᾿ η συνοδεία. Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους: «Αν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.» Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην: «Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.» Λεγ᾿ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, οσ᾿ αν αιτήσης, Σού τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης». Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον, υπάγετε ούν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον». Καί παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν, τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν. Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει. Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν, να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν, και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην, «Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην. Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον, ως ήκουσεν του Ιησού την θεικήν φωνήν του τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη. Εξήλθεν ούν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος, κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος. Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας, και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος ...
πηγή: dogma.gr